1. -Έλληνας: Κωνσταντίνος Ροντήρης- Ελληνίδα: Ελπίδα Κασελάκη
«Πύλας άρατε Βουλής να’μπουν Κρήτες προσφιλείς,
κι αδελφοί μας πικραμένοι και πολυβασανισμένοι….
Ας ανοίξομε κι εμείς τη θερμή μας αγκαλιά
σ’ όλους τους απεσταλμένους,
κι ας ηχήσει στη Βουλή και της Κρήτης
η λαλιά με παιάνας, ύμνους, αίνους.
Γεια σου Κρήτη, τώρα, πάλι,
έλα και ζωντάνεψέ μας,
και με λύρα χόρεψέ μας, τον χορό τον Πεντοζάλη.……..
Τι μεγάλ’ υποδοχή !
λούζει ρόδινη βροχή τα παιδιά του Ψηλορείτη.
Κι άλλο τώρα δεν ακούς, μόνο πανηγυρικούς:
γεια σου , βράκα, γειά σου,Κρήτη.»
- Σουρής:Γιώργος Γκογκολάκης
«Τα’ μαθες, Αρετούσα μου, τ’ ανέλπιστα μαντάτα;
Κατέβασαν την τουρκική με το μισό φεγγάρι
Διάλε τσ αποθαμένοι τους , διάλε τσ’ απομεινάροι.»
-Σουρής: Γιώργος Γκογκολάκης
«Τόσες εθνικές θυσίες δεν επήγαν του κακού
κι είναι τώρα αλήθεια μόνη,
πως το γένος μεγαλώνει στον καιρό του Κρητικού.
Γειά σου, γέρο Ψηλορείτη…
σέρνω τώρα με την Κρήτη τον πυρρίχιο χορό.
Και κυττάζω την Ελλάδα,
δόξης και τιμής κοιλάδα στου Λευτέρη τον καιρό.
Και τόλμη και σφρίγος και νους ουκ ολίγος…
την Κρήτην αινώ.
Μεγάλο τ’ αστέρι αυτού του Λευτέρη και τύχη βουνό.»
Υπεύθυνες καθηγήτριες: Ελένη Μαράκη(φιλόλογος), Μαρία Μπόγλου(φιλόλογος)
Σημείωση:Το υλικό για την παρουσίασή μας αντλήθηκε από το βιβλίο
της Αθηνάς Μπλαζουδάκη με τίτλο: «Ο Σουρής και η Κρήτη»
4ο Γυμνάσιο Χανίων
Θέμα: «Ο ποιητής Γεώργιος Σουρής και τα γεγονότα από το 1897 έως
την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ,1η Δεκεμβρίου 1913»
Πρόγραμμα
-Ιστορική αφήγηση: Φανή Δασκαλάκη
-Σουρής: Γιώργος Γκογκολάκης
«Της Κρήτης το μαντάτο κι κόσμος άνω κάτω.
Κι επαρήλθεν κι η Δευτέρα κι όταν έφεξε κι η Τρίτη
θυμηθήκαν τέλος πάντων πως υπάρχει και μια Κρήτη
και πως σφάχτηκαν εκεί ως τριάντα κρητικοί.
-Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης: Νίκος Αλμανίδης
«Μακράν σας λέγω Κρητικοί κι εγώ ποθώ να δράσω
και τους σφαγείς εν στόματι ρομφαίας να περάσω
αλλ όμως των Δυνάμεων οι πρέσβεις δε μ’ αφήνουν
αυτοί και μόνον άδειαν προς δράσιν δε μου δε μου δίνουν».
-Σουρής: Γιώργος Γκογκολάκης
«Βρε διαβόλου κηδεμόνες, δε λυπάσθε, δεν πονείτε;
μα κανένας τέλος πάντων από σας δεν συγκινείται;»
-Σουρής: Γιώργος Γκογκολάκης
«Ανέλπιστη χαρά! Στης Κρήτης τα νερά αράζουν πάλι τώρα, τρανά θωρακοφόρα τόσων
αγαπητών της Κρήτης προστατών!
Ευμένεια μεγάλη να λθή στην Κρήτη πάλι κάθε φαρμακομύτης!
Τους βλέπω στη σειρά και σκούζω: Τι χαρά στο ριζικό της Κρήτης!
Κηδεμόνες ευμενείς, κηδεμόνες ευγενείς, μας πονούν, μας αγαπούνε».
-Κρητικοπούλα Όλγα Σφακιανάκη
«Στη μάνα την ελεύθερη φωνάζει η κόρη σκλάβα:
«για κοίταξε της κόρης σου τ’ αθάνατα βουνά,
γροίκα βοή παλικαριών, για δες φωτιές και λάβα
εγώ ζητώ με το σπαθί και συ με τεμενά!
Μες στης σφαγής το βογγητό, στους χαλασμούς τους τόσους
ολίγα βόλια στείλε μου , παρηγοριά να βρω,
δε θέλω τη βοήθεια σου, δε θέλω Φραγκορώσους,
όλοι φονιάδες έγιναν και Τούρκοι με σταυρό.
Μάνα, που σκύβεις στο φονιά, τον άτιμο τον Τούρκο,
γύρνα και δες τα σπίτια μου, τα κάστρα τα χωριά μου,
μάνα μου παραχώθηκες στης λευτεριάς το βούρκο
και περγελάς την παρθενιά και την παλικαριά μου.»
2. -Κρητικός: Αντώνης Μπαλαντινάκης
Ευρώπη, που βομβάρδισες την πολεμάρχα Κρήτη,
τρέξε και στήσε το σταυρό στον τάφο του Προφήτη
και το βρακί της Φατουμάς να κυματίζει τώρα
στα τρομερά σου τρίκροτα και στα θωρακοφόρα..
Ευρώπη,μπρος στα μάτια μας με το σαλβάρι διάβα,
έλα ξαναβομβάρδισε τη δύστυχη τη σκλάβα,
και της σημαίας σκόπευε και χτύπα το κοντάρι
και ξάπλων’ αιματόφυρτα των δούλων τα κορμιά,
ως να φυτρώσει κόκκινο μια μέρα το χορτάρι
μες στην αιματοπότιστη της σκλάβας ερημιά.
-Σουρής: Γιώργος Γκογκολάκης
Δεν είναι τάχα ψέμματα; Δεν είναι παραμύθια;
όχι θα φύγουν, έφυγαν, τους έδιωξαν στ’αλήθεια.
Φεύγετε, νιζαμάκια μου, με κλάμα σας κυττώ
και μ ‘ένα μυξομάντηλο
σας αποχαιρετώ.
-Κρητικοπούλα: Κατερίνα Φάρες
Στο περιγιάλι κάθομαι, τους στόλους των κοιτώ
και το μαντήλι βγάζοντας τους αποχαιρετώ,
χίλιες φορές εις το καλό και σύρτε στην ευχή μας,
μαζί σας φεύγει , Ναύαρχοι,κι ο νους μας κι η ψυχή μας.
Εφούσκωσε ντελή Βοριάς λευκότατα πανιά,
σκύφτω και πέφτω χάμω, ορεβουάρ, αντιάμο.
Αθάνατοι θα μείνετε σε τούτη τη γωνιά.
Γι αυτό που μας εκάνατε, κι όπως μας εγλυκάνατε,
τέτοια να τύχετε χαρά, εβίβα, ζήτω σας, ουρρά.
-Κρητικοπούλες: Όλγα Σφακιανάκη, Κατερίνα Φάρες
«Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά
πως διοικητής πηγαίνει το παιδί του βασιλιά.
Άη Γιώργη καβαλάρη, φώτισε το παλικάρι.
Δός του θάρρος να φουχτώσει την αυτόνομη παντιέρα,
κι η ψυχή του να φτερώσει με της Κρήτης τον αέρα…
Άη Γιώργη καβαλάρη, δός του δόξα περισσή
να’ τσαλώσει το κορμί του στης ανδρείας το νησί.
Όνειρα να του γελάτε, Φυλακτά να το φυλάτε,
Φέρτε το μ’ ελιάς κλαδί στου νησιού την ερημιά
λεβεντόκορμο παιδί σε λεβέντικα κορμιά.
Της ορφάνιας οι καημοί λησμονιούνται στο χορό,
φάτε λευθεριάς ψωμί, πιήτε λευθεριάς νερό.
Παίζε κρητική παντιέρα, στον καθάριο τον αέρα.
Τους κυματισμούς της όλοι δακρυσμένοι τους κοιτούν,
Ναύαρχοι, στρατοί και στόλοι την Λαμπρή της χαιρετούν.
Στέλε μας χαράς μαντάτα με χιονάτο περιστέρι,
Άη Γιώργη, στέκα πάντα στο δεξί του το πλευρό,
και το κόκκινο σημάδι της σημαίας με τ’ αστέρι,
ολογάλανο κι εκείνο να το κάνεις με σταυρό»
-Σουρής: Γιώργος Γκογκολάκης
Πως τους αντάρτας σήμερα ζηλεύω του Θερίσου
που την αντιπολίτευσιν αποτελούν της νήσου
-Κρητικιά: Μαρία Λεοντάρη
Κι εγώ τώρα προς τους Κρήτας ξεφωνίζω με φωτιά:
Των μεγάλων προστατών σας κομματιάστε τα χαρτιά.
Το παράκαναν αλήθεια της Φραγκιάς οι παλιανθρώποι
σηκωθήτε, σηκωθήτε, βάλτε τα με την Ευρώπη.
Κάθε σύνεσις ας λείψει, πονεμένα παλικάρια,
κι ας αστράψουν κι ας βροντήξουν , όπως πριν τα Μπουτσουνάρια.
Κρήτη παραπικραμένη, τώρα πια για σε τι μένει;
(Μπουτσουνάρια: τοποθεσία έξω από τα Χανιά όπου συγκεντρώνονταν
συνήθως οι επαναστάτες)
-Κρητικοπούλα:Μαρία Λεοντάρη- Ναύαρχος Μ.Δ: Αντώνης Μπαλαντινάκης
Τι χαρά μου τι χαρά μου
που και πάλι στα νερά μου σας κοιτάζω μαζωμένους και για μένα αδερφωμένους.
Στης αγάπης μου τα χάδια όπως και πιο πριν τρυφάτε
και τα πιο παχιά κουράδια θα σας δώσω να τα φάτε.
Πέσε πάλι, κοπελιά, στη δική μας αγκαλιά να περνάς χαριτωμένα.
Ελα πάλι, πέρδικά μας, στ’ αγκαλάκια τα δικά μας,
κι αν σου βάλομε και φέσι κι αν σε δώσομε πεσκέσι στο σουλτάνο,
σαν και πρώτα, μη σε μέλλει, δεν πειράζει
στους προστάτας σου στηρίξου και μην το’ χεις για μαράζι.
Αναγνωρίζω βέβαια την τόση σας θυσία και χρεωστώ σε σας πολλά,
εν τούτοις θα’ ναι πιο καλά να λείψει τόσος έρωτας και τόση προστασία.
Και τώρα μόσχους σιτευτούς σφάζω για σας τους λατρευτούς,
όμως η παρουσία σας μου γίνηκε τσιμπούρι κι αδειάσετέ μου τη γωνιά
και κόφτε το κουμπούρι.