ݺߣ

ݺߣShare a Scribd company logo
αναλφαβητισμός
ο
ڲԲڲپó
Ο17 :
η έλλειψη των στοιχειωδών γνώσεων που επιτρέπουν σε κπ. (σε παιδί σχολικής ηλικίας ή σε
ενήλικα) να διαβάζει και να γράφει τη μητρική του γλώσσα
: H καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
Ο ~ μαστίζει τις χώρες του Tρίτου Kόσμου.
[λόγ. < γαλλ. analphabétisme < analphabèt(e) < ιταλ. analfabeto < ελνστ. ναλφάβητ(ος) -isme =ἀ
-ισμός]

More Related Content

αναλφαβητισμός (1)