1. •Ηταν ένα συνηθισμένο καλοκαιρινό βράδυ.Η ζέστη αφόρητη. Η αναμονή έκανε το χώρο να μοιάζει ασφυκτικά στενάχωρος. Ξαφνικά, νιώσαμε ένα δροσερό αεράκι και σχεδόν αμέσως γυρίσαμε όλοι και κοιτάξαμε την πόρτα που άνοιξε. Ήταν... εκείνη! Μετά από τόσα χρόνια απουσίας εμφανίστηκε έτσι αθόρυβα όπως είχε κάποτε εξαφανιστεί. Τώρα ο χώρος έμοιαζε ακόμη πιο μικρός, ακόμη πιο αποπνικτικός
2. Τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν πάνω της. Πάντα ασκούσε μια απροσδιόριστη έλξη στους γύρω της … Το βήμα της αργό αλλά σταθερό έδειχνε σιγουριά και αυτοπεποίθηση Η ματιά της έψαξε στο χώρο και τον βρήκε. Πλησίασε το Νικόλα και του είπε ψιθυριστά :”Με θυμάσαι;”. Τότε κι εκείνος απάντησε; “Αν σε θυμάμαι... Και όχι μόνο εγώ...”όλη η παρέα είπε με μία φωνή:”Είσαι ίδια και απαράλλαχτη.! Σα να μην πέρασε μια μέρα...”
3. өαναγύισαν στη μνήμη όλων οι εικόνες από τα ξένοιαστα φοιτητικά χρόνια που είχαν περάσει όλοι μαζί, μια παρέα χαρούμενη, γεμάτη ζωή, αναζητήσεις... Εκείνη την εποχή κανείς δε φανταζόταν ότι θα έκαναν τόσα χρόνια να ξαναβρεθούν...
4. Όλοι, λοιπόν, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Νικόλα, που είχε την ιδέα για μια συνάντηση όλης της παρέας, μια “προσπάθεια επανασύνδεσης” μετά από τόσα χρόνια. Κι έτσι, αυτό το καλοκαιρινό βράδυ, βρέθηκε και πάλι όλη η παρέα μαζί.
5. • Αστειεύτηκαν,γέλασαν αλλά και έκλαψαν,όταν η Μαρία θυμήθηκε την παρεξήγηση με τον Κωστή και την εξαιτίας της αποχώρησή του από την παρέα. Τους έλειπαν οι έξυπνες ατάκες του και το πνευματώδες χιούμορ του.
6. Και όμως, κάτι έλειπε... Το αστείο κάπως αμήχανο. Το γέλιο λιγότερο ξένοιαστο. Το δάκρυ συγκρατημένο. Τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο...
7. Και στο τέλος όλοι αναρωτήθηκαν: Mήπως είμαστε δέκα εκκολαπτόμενα ψώνια΄