ݺߣ

ݺߣShare a Scribd company logo
ΕΡΓΑΣΙΑ
Βάζω πρώτα τελείες και κεφαλαία.
Ύστερα χωρίζω το παρακάτω κείμενο σε παραγράφους
(Σημειώστε το σύμβολο § για να τις ξεχωρίσετε)
1η
παράγραφος: Περιγραφή τοπίου
2η
παράγραφος: Ποιος και τι ήθελε να κάνει.
3η
παράγραφος: Κάτι παράξενο.
4η
παράγραφος: Συναισθήματα
Το φθινόπωρο λες και είχε ξεχάσει να 'ρθει στον Ανθόπυργο τα
κυκλάμινα, ολάνθιστα, είχαν κάνει μενεξεδί το χώμα, κανένα
συννεφάκι στον γελαστό ουρανό, η θάλασσα σαν να 'χε ξεθαρρέψει,
σαν να ΄χε ξεγελαστεί, ζεσταινόταν ακύμαντη κάτω από τον ξανθό
ήλιο ξεγελάστηκε και ο κύριος Αλέκος, ο νέος δάσκαλος του χωριού,
ξεγελάστηκε απ΄ αυτή την καλοσύνη, πήρε το μπανιερό του, καβάλησε
το ποδήλατο της κυρα-Φθημίας και τράβηξε για να κολυμπήσει
λάτρευε τη θάλασσα και τη χαιρόταν ώσπου να κρυώσει για καλά ο
καιρός ήταν έτοιμος να πάρει φόρα να κάνει βουτιά όταν . . . η
θάλασσα, όπως ερχόταν μαλακά και έγλειφε τα βοτσαλάκια εκεί στα
πόδια του, κουβαλούσε μαζί της και κάτι γλοιώδες, κάτι βρόμικο δεν
πίστεψε σ 'αυτό που ολοφάνερα έβλεπαν τα μάτια του ο κύριος Αλέκος
γονάτισε, έπιασε ένα βότσαλο το βότσαλο είχε χάσει τη λάμψη του, τα
χρώματά του ήταν μουντά, είχε κάτι το πεθαμένο τώρα πια δεν είχε
καμιά διάθεση για μπάνιο μηχανικά φόρεσε το μπλουζάκι του, έφερε
το βότσαλο στη μύτη του, μια αηδιαστική μυρωδιά τού ανακάτωσε το
στομάχι, του έφερε αναγούλα.
(Εμένα με νοιάζει, Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη)

More Related Content

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ1.

  • 1. ΕΡΓΑΣΙΑ Βάζω πρώτα τελείες και κεφαλαία. Ύστερα χωρίζω το παρακάτω κείμενο σε παραγράφους (Σημειώστε το σύμβολο § για να τις ξεχωρίσετε) 1η παράγραφος: Περιγραφή τοπίου 2η παράγραφος: Ποιος και τι ήθελε να κάνει. 3η παράγραφος: Κάτι παράξενο. 4η παράγραφος: Συναισθήματα Το φθινόπωρο λες και είχε ξεχάσει να 'ρθει στον Ανθόπυργο τα κυκλάμινα, ολάνθιστα, είχαν κάνει μενεξεδί το χώμα, κανένα συννεφάκι στον γελαστό ουρανό, η θάλασσα σαν να 'χε ξεθαρρέψει, σαν να ΄χε ξεγελαστεί, ζεσταινόταν ακύμαντη κάτω από τον ξανθό ήλιο ξεγελάστηκε και ο κύριος Αλέκος, ο νέος δάσκαλος του χωριού, ξεγελάστηκε απ΄ αυτή την καλοσύνη, πήρε το μπανιερό του, καβάλησε το ποδήλατο της κυρα-Φθημίας και τράβηξε για να κολυμπήσει λάτρευε τη θάλασσα και τη χαιρόταν ώσπου να κρυώσει για καλά ο καιρός ήταν έτοιμος να πάρει φόρα να κάνει βουτιά όταν . . . η θάλασσα, όπως ερχόταν μαλακά και έγλειφε τα βοτσαλάκια εκεί στα πόδια του, κουβαλούσε μαζί της και κάτι γλοιώδες, κάτι βρόμικο δεν πίστεψε σ 'αυτό που ολοφάνερα έβλεπαν τα μάτια του ο κύριος Αλέκος γονάτισε, έπιασε ένα βότσαλο το βότσαλο είχε χάσει τη λάμψη του, τα χρώματά του ήταν μουντά, είχε κάτι το πεθαμένο τώρα πια δεν είχε καμιά διάθεση για μπάνιο μηχανικά φόρεσε το μπλουζάκι του, έφερε το βότσαλο στη μύτη του, μια αηδιαστική μυρωδιά τού ανακάτωσε το στομάχι, του έφερε αναγούλα. (Εμένα με νοιάζει, Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη)