ݺߣ

ݺߣShare a Scribd company logo
Α1 2013-2014
1
ια φορά κι έναν καιρό, όχι πάντως στα παλιά τα χρόνια, σε ένα
απλό και συνηθισμένο σπίτι, ζούσε μια όμορφη οικογένεια. Ο
μπαμπάς, η μαμά και τα δυο σκανταλιάρικα παιδιά τους, η Αγάπη
και ο Πέτρος.
Μ
Η Αγάπη Ο Πέτρος
Ένα απόγευμα οι γονείς έπρεπε να πάνε σε μια σημαντική- όπως λένε οι
μεγάλοι- δουλειά, από αυτές που δεν παίρνουν αναβολή και που φυσικά τα
παιδιά δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Έτσι λοιπόν η Αγάπη και ο Πέτρος,
αφού έδωσαν το λόγο τους ότι θα ήταν φρόνιμοι, έμειναν μόνοι τους στο σπίτι.
Ούτε η μαμά όμως, ούτε και ο μπαμπάς πρόσεξαν πως τα δυο αδέρφια
έκλειναν κατεργάρικα το μάτι το ένα στο άλλο.
Σαν έκλεισε η εξώπορτα και άκουσαν το αυτοκίνητο να απομακρύνεται, η
υπόσχεση είχε ξεχαστεί... τα δυο αδερφάκια άρχισαν με μανία να
ψαχουλεύουν παντού!!!
2
Άνοιξαν όλα τα συρτάρια, ανακάτεψαν τα σιδερωμένα σεντόνια, έκαναν σαΐτες
με τα χαρτιά του μπαμπά, έφαγαν όλα τα σοκολατάκια. Έτρεχαν και έπαιζαν
σε όλα τα δωμάτια. Στο πέρασμά τους έσπασαν ένα καλό βάζο της μαμάς και
άδειασαν τα μαξιλάρια παίζοντας μαξιλαροπόλεμο!! Η Αγάπη φόρεσε το καλό
φόρεμα και τα ψηλά τακούνια της μαμάς και ο Πέτρος τη γραβάτα και τα
δερμάτινα παπούτσια του μπαμπά!
Έκαναν όσες σκανταλιές δεν είχαν κάνει και στο τέλος έπεσαν εξαντλημένα
στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού και...αποκοιμήθηκαν.
Η Αγάπη ένιωσε κάτι να της βαραίνει τα πόδια, ξύπνησε και είδε τον Πέτρο
να κοιμάται δίπλα της. Του τράβηξε τα μαλλιά κι εκείνος σηκώθηκε
ξαφνιασμένος! Μα πού βρίσκονταν; Γύρω τους μόνο δέντρα τεράστια και
γρασίδι. Είχαν ξυπνήσει σε ένα σκοτεινομαγικό δάσος. Σηκώθηκαν και
άρχισαν να εξερευνούν φοβισμένα. Ξαφνικά ακούστηκε μια κουκουβάγια!
Πόσο τρόμαξαν! Άρχισαν να τρέχουν γρήγορα για να ξεφύγουν. Τα ρούχα
όμως και τα παπούτσια που φορούσαν τους ήταν μεγάλα, έτσι μετά από λίγο
βρέθηκαν και τα δύο αδερφάκια φαρδιά πλατιά κάτω στο έδαφος , δίπλα σε
έναν θάμνο!
3
Ήταν τόση η κούραση και η λαχτάρα που πήραν, που δεν είχαν τη δύναμη να
σηκωθούν. Ξάφνου η Αγάπη άρχισε να γελάει δυνατά, σε λίγο και ο Πέτρος
έκανε το ίδιο. Μα τι είχε συμβεί; Κάποιος τους γαργαλούσε ! Όταν γύρισαν να
δουν ποιος ήταν, τα γέλια τους σταμάτησαν και άρχισαν να τσιρίζουν. Μία
μικρή αλεπουδίτσα τους γαργαλούσε με την ουρά της! Η αλεπουδίτσα τους
ζήτησε να σταματήσουν να τσιρίζουν, γιατί δεν ήθελε να τους κάνει κακό, το
μόνο που ήθελε ήταν να γίνουν φίλοι. Πού ακούστηκε! Μια αλεπού που της
αρέσει το παιχνίδι και το γαργάλημα!! Τους κοιτούσε με αγωνία κουνώντας τη
φουντωτή ουρά της, έμοιαζε να θέλει πραγματικά να γίνουν φίλοι.
Αποφάσισαν πως άξιζε να της δώσουν μια ευκαιρία. Στο κάτω - κάτω ούτε
αυτοί είχαν πολλούς φίλους, οι πιο πολλοί δεν άντεχαν τις σκανταλιές τους.
Έτσι η παράξενη αυτή παρέα, τα δύο σκανταλιάρικα αδερφάκια και η αλεπού
που δεν είχε φίλους, ξεκίνησαν μια εξερεύνηση σε ένα σκοτεινομαγικό δάσος.
Είδαν διάφορα μεγάλα και παράξενα δέντρα. Ένα στολισμένο έλατο, μια
τεράστια φασολιά, ένα τετράγωνο κυπαρίσσι, μια λεμονιά με πορτοκαλί
λεμόνια και μια πορτοκαλιά με μπλε πορτοκάλια. Μια ροζ καστανιά και έναν
πλάτανο που στα κλαδιά του κρέμονταν πιρούνια! Οι τρεις φίλοι κοιτούσαν
μαγεμένοι.
Μετά από λίγο κάθισαν κάτω από μια τεράστια πιπεριά να ξεκουραστούν.
Στο δάσος υπήρχε ησυχία. Ή μήπως όχι; Τι ήταν αυτό που άκουγαν;
4
Κλαψούρισμα; Σήκωσαν τα μάτια τους και πάνω σε ένα κλαδί είδαν ένα μικρό
σκιουράκι που έκλαιγε. Ένας σκίουρος που φοβάται να κατέβει από ένα κλαδί!
Αυτό κι αν ήταν παράξενο!
Ο Πέτρος σήκωσε στους ώμους του την Αγάπη κι εκείνη τέντωσε τα χεράκια
της για να πατήσει η αλεπού. Το σκιουράκι δίσταζε να κατέβει απ' αυτή την
παράξενη σκάλα. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ...τα
κατάφερε! Όταν πάτησε στο έδαφος έγινε μια αγκαλιά με τους υπόλοιπους!
Όλοι μαζί συνέχισαν να περπατούν μέσα στο δάσος. Μπροστά τους είδαν ένα
θάμνο, που τους τράβηξε την προσοχή. Κάτι ή κάποιος κρυβόταν εκεί, γιατί ο
θάμνος κουνιόταν! Το σκιουράκι σκαρφάλωσε στο θάμνο και η αλεπού πήγε
από πίσω και έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα απ΄όλους... άρχισε το
γαργαλητό.
Δυνατά γέλια τράνταξαν το θάμνο. 'Ένα μεγαλόσωμο γοριλάκι ξεπρόβαλε
δειλά. Τι άλλο θα έβλεπαν πια; Ένα τεράστιο γοριλάκι που ντρεπόταν! Ήταν
τόσο μεγάλο που τα υπόλοιπα ζωάκια του δάσους το κορόιδευαν για το
μέγεθός του. Έτσι αποφάσισε να κρύβεται και να μένει μόνο του, μακριά από
τα πειράγματα των άλλων. Το σκιουράκι σκαρφάλωσε στον ώμο του, η αλεπού
κουνούσε την ουρά της χαρούμενα. Είχαν βρει έναν ακόμα φίλο!
5
Τρεις θάμνους και πέντε πλατανοπιρουνιές πιο κάτω, το δάσος έκρυβε ένα
καταπράσινο λιβάδι. Οι τέσσερις φίλοι κάθισαν κάτω για να ξεκουραστούν. Το
γοριλάκι άρχισε να ξύνεται, κάτι το είχε τσιμπήσει στην πλάτη. Μια αγκαθωτή
μπαλίτσα κυλούσε γύρω από τους τέσσερις φίλους και σαν κάτι να
μουρμούριζε.
Δεν μπορούσαν να καταλάβουν! Το μόνο που άκουγαν ήταν ένα ''τος τος τος
τος τος τος'', το κεφάλι τους άρχισε να πονάει και ήθελαν να κλωτσήσουν
αυτή την μπάλα που... γκρίνιαζε! Ναι, γκρίνια ήταν αυτό! Μια μπάλα που
γυρίζει γύρω- γύρω , τσιμπάει και γκρινιάζει! Ποιος να αντέξει τη γκρίνια;
Άρχισαν να κλωτσούν την μπάλα και να παίζουν μαζί της. Ήταν ο μόνος
τρόπος να σταματήσει να γκρινιάζει. Κάποια στιγμή ένα κεφαλάκι βγήκε μέσα
από την αγκαθωτή μπάλα. Ήταν ένα σκαντζοχοιράκι! Ένα γκρινιάρικο
σκαντζοχοιράκι, ζαλισμένο από το παιχνίδι των τεσσάρων φίλων. Είχε πάρει
το μάθημά του! Κανείς δεν αντέχει την γκρίνια!
Πέντε παράξενοι φίλοι συναντήθηκαν σε αυτό το σκοτεινομαγικό δάσος! Δύο
σκανταλιάρικα αδερφάκια, μια αλεπού που δεν είχε φίλους, ένα σκιουράκι που
φοβόταν να σκαρφαλώσει, ένα γοριλάκι που ντρεπόταν για το σώμα του και
ένα σκαντζοχοιράκι που συνεχώς γκρίνιαζε! Κι όμως όλοι μαζί ήταν η
καλύτερη παρέα. Δεν τους ένοιαζαν τα ''ελαττώματά '' τους. Σε αυτήν την
παρέα κανείς δεν έκρινε τον άλλο, μόνο τον βοηθούσε. Μαζί ήταν ο εαυτός
τους και ήταν ευτυχισμένοι!
Στο βάθος του λιβαδιού βρήκαν ένα δεντρόσπιτο. Ανέβηκαν και κάθισαν στο
πάτωμα , πάνω σε ένα μαλακό χαλί. Το σπίτι ήταν όμορφο και τακτοποιημένο.
Ο Πέτρος και η Αγάπη θυμήθηκαν το δικό τους σπίτι. Η μαμά και ο μπαμπάς
θα θύμωναν πάρα πολύ, όταν θα έβλεπαν τις ζημιές που είχαν κάνει. Αυτό
6
όμως δεν θα γινόταν ποτέ ξανά! Θα ήταν πια περισσότερο υπεύθυνοι. Και οι
γονείς τους θα τους εμπιστεύονταν και θα ήταν περήφανοι γι' αυτούς.
Όλα θα άλλαζαν! Το σκιουράκι δεν θα φοβόταν ξανά. Η αλεπού θα γινόταν η
καλύτερη φίλη. Το γοριλάκι θα αγαπούσε τον εαυτό του και δεν θα ντρεπόταν.
Και το σκαντζοχοιράκι θα σταματούσε να γκρινιάζει. Με αυτές τις σκέψεις οι
πέντε φίλοι αποκοιμήθηκαν...
Η σοφή κουκουβάγια επέστρεψε στο δεντρόσπιτό της. Αντίκρισε αυτή την
παράξενη παρέα να κοιμάται αγκαλιασμένη και χαμογέλασε. Το
σκοτεινομαγικό δάσος είχε κάνει πάλι τα μαγικά του!
7
ΤΕΛΟΣ

More Related Content

μια φορά κι έναν καιρό- 53ο ΔΣ Πειραια

  • 2. ια φορά κι έναν καιρό, όχι πάντως στα παλιά τα χρόνια, σε ένα απλό και συνηθισμένο σπίτι, ζούσε μια όμορφη οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά και τα δυο σκανταλιάρικα παιδιά τους, η Αγάπη και ο Πέτρος. Μ Η Αγάπη Ο Πέτρος Ένα απόγευμα οι γονείς έπρεπε να πάνε σε μια σημαντική- όπως λένε οι μεγάλοι- δουλειά, από αυτές που δεν παίρνουν αναβολή και που φυσικά τα παιδιά δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Έτσι λοιπόν η Αγάπη και ο Πέτρος, αφού έδωσαν το λόγο τους ότι θα ήταν φρόνιμοι, έμειναν μόνοι τους στο σπίτι. Ούτε η μαμά όμως, ούτε και ο μπαμπάς πρόσεξαν πως τα δυο αδέρφια έκλειναν κατεργάρικα το μάτι το ένα στο άλλο. Σαν έκλεισε η εξώπορτα και άκουσαν το αυτοκίνητο να απομακρύνεται, η υπόσχεση είχε ξεχαστεί... τα δυο αδερφάκια άρχισαν με μανία να ψαχουλεύουν παντού!!! 2
  • 3. Άνοιξαν όλα τα συρτάρια, ανακάτεψαν τα σιδερωμένα σεντόνια, έκαναν σαΐτες με τα χαρτιά του μπαμπά, έφαγαν όλα τα σοκολατάκια. Έτρεχαν και έπαιζαν σε όλα τα δωμάτια. Στο πέρασμά τους έσπασαν ένα καλό βάζο της μαμάς και άδειασαν τα μαξιλάρια παίζοντας μαξιλαροπόλεμο!! Η Αγάπη φόρεσε το καλό φόρεμα και τα ψηλά τακούνια της μαμάς και ο Πέτρος τη γραβάτα και τα δερμάτινα παπούτσια του μπαμπά! Έκαναν όσες σκανταλιές δεν είχαν κάνει και στο τέλος έπεσαν εξαντλημένα στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού και...αποκοιμήθηκαν. Η Αγάπη ένιωσε κάτι να της βαραίνει τα πόδια, ξύπνησε και είδε τον Πέτρο να κοιμάται δίπλα της. Του τράβηξε τα μαλλιά κι εκείνος σηκώθηκε ξαφνιασμένος! Μα πού βρίσκονταν; Γύρω τους μόνο δέντρα τεράστια και γρασίδι. Είχαν ξυπνήσει σε ένα σκοτεινομαγικό δάσος. Σηκώθηκαν και άρχισαν να εξερευνούν φοβισμένα. Ξαφνικά ακούστηκε μια κουκουβάγια! Πόσο τρόμαξαν! Άρχισαν να τρέχουν γρήγορα για να ξεφύγουν. Τα ρούχα όμως και τα παπούτσια που φορούσαν τους ήταν μεγάλα, έτσι μετά από λίγο βρέθηκαν και τα δύο αδερφάκια φαρδιά πλατιά κάτω στο έδαφος , δίπλα σε έναν θάμνο! 3
  • 4. Ήταν τόση η κούραση και η λαχτάρα που πήραν, που δεν είχαν τη δύναμη να σηκωθούν. Ξάφνου η Αγάπη άρχισε να γελάει δυνατά, σε λίγο και ο Πέτρος έκανε το ίδιο. Μα τι είχε συμβεί; Κάποιος τους γαργαλούσε ! Όταν γύρισαν να δουν ποιος ήταν, τα γέλια τους σταμάτησαν και άρχισαν να τσιρίζουν. Μία μικρή αλεπουδίτσα τους γαργαλούσε με την ουρά της! Η αλεπουδίτσα τους ζήτησε να σταματήσουν να τσιρίζουν, γιατί δεν ήθελε να τους κάνει κακό, το μόνο που ήθελε ήταν να γίνουν φίλοι. Πού ακούστηκε! Μια αλεπού που της αρέσει το παιχνίδι και το γαργάλημα!! Τους κοιτούσε με αγωνία κουνώντας τη φουντωτή ουρά της, έμοιαζε να θέλει πραγματικά να γίνουν φίλοι. Αποφάσισαν πως άξιζε να της δώσουν μια ευκαιρία. Στο κάτω - κάτω ούτε αυτοί είχαν πολλούς φίλους, οι πιο πολλοί δεν άντεχαν τις σκανταλιές τους. Έτσι η παράξενη αυτή παρέα, τα δύο σκανταλιάρικα αδερφάκια και η αλεπού που δεν είχε φίλους, ξεκίνησαν μια εξερεύνηση σε ένα σκοτεινομαγικό δάσος. Είδαν διάφορα μεγάλα και παράξενα δέντρα. Ένα στολισμένο έλατο, μια τεράστια φασολιά, ένα τετράγωνο κυπαρίσσι, μια λεμονιά με πορτοκαλί λεμόνια και μια πορτοκαλιά με μπλε πορτοκάλια. Μια ροζ καστανιά και έναν πλάτανο που στα κλαδιά του κρέμονταν πιρούνια! Οι τρεις φίλοι κοιτούσαν μαγεμένοι. Μετά από λίγο κάθισαν κάτω από μια τεράστια πιπεριά να ξεκουραστούν. Στο δάσος υπήρχε ησυχία. Ή μήπως όχι; Τι ήταν αυτό που άκουγαν; 4
  • 5. Κλαψούρισμα; Σήκωσαν τα μάτια τους και πάνω σε ένα κλαδί είδαν ένα μικρό σκιουράκι που έκλαιγε. Ένας σκίουρος που φοβάται να κατέβει από ένα κλαδί! Αυτό κι αν ήταν παράξενο! Ο Πέτρος σήκωσε στους ώμους του την Αγάπη κι εκείνη τέντωσε τα χεράκια της για να πατήσει η αλεπού. Το σκιουράκι δίσταζε να κατέβει απ' αυτή την παράξενη σκάλα. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ...τα κατάφερε! Όταν πάτησε στο έδαφος έγινε μια αγκαλιά με τους υπόλοιπους! Όλοι μαζί συνέχισαν να περπατούν μέσα στο δάσος. Μπροστά τους είδαν ένα θάμνο, που τους τράβηξε την προσοχή. Κάτι ή κάποιος κρυβόταν εκεί, γιατί ο θάμνος κουνιόταν! Το σκιουράκι σκαρφάλωσε στο θάμνο και η αλεπού πήγε από πίσω και έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα απ΄όλους... άρχισε το γαργαλητό. Δυνατά γέλια τράνταξαν το θάμνο. 'Ένα μεγαλόσωμο γοριλάκι ξεπρόβαλε δειλά. Τι άλλο θα έβλεπαν πια; Ένα τεράστιο γοριλάκι που ντρεπόταν! Ήταν τόσο μεγάλο που τα υπόλοιπα ζωάκια του δάσους το κορόιδευαν για το μέγεθός του. Έτσι αποφάσισε να κρύβεται και να μένει μόνο του, μακριά από τα πειράγματα των άλλων. Το σκιουράκι σκαρφάλωσε στον ώμο του, η αλεπού κουνούσε την ουρά της χαρούμενα. Είχαν βρει έναν ακόμα φίλο! 5
  • 6. Τρεις θάμνους και πέντε πλατανοπιρουνιές πιο κάτω, το δάσος έκρυβε ένα καταπράσινο λιβάδι. Οι τέσσερις φίλοι κάθισαν κάτω για να ξεκουραστούν. Το γοριλάκι άρχισε να ξύνεται, κάτι το είχε τσιμπήσει στην πλάτη. Μια αγκαθωτή μπαλίτσα κυλούσε γύρω από τους τέσσερις φίλους και σαν κάτι να μουρμούριζε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν! Το μόνο που άκουγαν ήταν ένα ''τος τος τος τος τος τος'', το κεφάλι τους άρχισε να πονάει και ήθελαν να κλωτσήσουν αυτή την μπάλα που... γκρίνιαζε! Ναι, γκρίνια ήταν αυτό! Μια μπάλα που γυρίζει γύρω- γύρω , τσιμπάει και γκρινιάζει! Ποιος να αντέξει τη γκρίνια; Άρχισαν να κλωτσούν την μπάλα και να παίζουν μαζί της. Ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει να γκρινιάζει. Κάποια στιγμή ένα κεφαλάκι βγήκε μέσα από την αγκαθωτή μπάλα. Ήταν ένα σκαντζοχοιράκι! Ένα γκρινιάρικο σκαντζοχοιράκι, ζαλισμένο από το παιχνίδι των τεσσάρων φίλων. Είχε πάρει το μάθημά του! Κανείς δεν αντέχει την γκρίνια! Πέντε παράξενοι φίλοι συναντήθηκαν σε αυτό το σκοτεινομαγικό δάσος! Δύο σκανταλιάρικα αδερφάκια, μια αλεπού που δεν είχε φίλους, ένα σκιουράκι που φοβόταν να σκαρφαλώσει, ένα γοριλάκι που ντρεπόταν για το σώμα του και ένα σκαντζοχοιράκι που συνεχώς γκρίνιαζε! Κι όμως όλοι μαζί ήταν η καλύτερη παρέα. Δεν τους ένοιαζαν τα ''ελαττώματά '' τους. Σε αυτήν την παρέα κανείς δεν έκρινε τον άλλο, μόνο τον βοηθούσε. Μαζί ήταν ο εαυτός τους και ήταν ευτυχισμένοι! Στο βάθος του λιβαδιού βρήκαν ένα δεντρόσπιτο. Ανέβηκαν και κάθισαν στο πάτωμα , πάνω σε ένα μαλακό χαλί. Το σπίτι ήταν όμορφο και τακτοποιημένο. Ο Πέτρος και η Αγάπη θυμήθηκαν το δικό τους σπίτι. Η μαμά και ο μπαμπάς θα θύμωναν πάρα πολύ, όταν θα έβλεπαν τις ζημιές που είχαν κάνει. Αυτό 6
  • 7. όμως δεν θα γινόταν ποτέ ξανά! Θα ήταν πια περισσότερο υπεύθυνοι. Και οι γονείς τους θα τους εμπιστεύονταν και θα ήταν περήφανοι γι' αυτούς. Όλα θα άλλαζαν! Το σκιουράκι δεν θα φοβόταν ξανά. Η αλεπού θα γινόταν η καλύτερη φίλη. Το γοριλάκι θα αγαπούσε τον εαυτό του και δεν θα ντρεπόταν. Και το σκαντζοχοιράκι θα σταματούσε να γκρινιάζει. Με αυτές τις σκέψεις οι πέντε φίλοι αποκοιμήθηκαν... Η σοφή κουκουβάγια επέστρεψε στο δεντρόσπιτό της. Αντίκρισε αυτή την παράξενη παρέα να κοιμάται αγκαλιασμένη και χαμογέλασε. Το σκοτεινομαγικό δάσος είχε κάνει πάλι τα μαγικά του! 7 ΤΕΛΟΣ