12. από σο «Μονόγπαμμα» (Ίκαπορ 1972)
από Tα Eλεγεία σηρ Oξώπεσπαρ, Ίκαπορ
1991)
Μονόγραμμα III
Έηζι μιλώ για ζένα και για μένα
Eπειδή ζ' αγαπώ και ζηην αγάπη ξέπυ
Nα μπαίνυ ζαν Πανσέληνος
Aπό πανηού, για ηο μικπό ηο πόδι ζος μέζ' ζη‘
ασανή ζενηόνια
Nα μαδάυ γιαζεμιά - κι έσυ ηη δύναμη
Aποκοιμιζμένη, να θςζώ να ζε πηγαίνυ
Mέζ' από υεγγερά πεπάζμαηα και κπςθέρ ηηρ
θάλαζζαρ ζηοέρ
Yπνυηιζμένα δένηπα με απάσνερ πος ασημίζοσνε
Aκοςζηά ζ' έσοςν ηα κύμαηα
Πώρ σαφδεύειρ, πώρ θιλάρ
Πώρ λερ τιθςπιζηά ηο "ηί" και ηο "έ«
Tπιγύπυ ζηο λαιμό ζηον όπμο
Πάνηα εμείρ ηο υως κι η σκιά
Πάνηα εζύ η' αστεράκι και πάνηα εγώ ηο ζκοηεινό
πλεούμενο
Πάνηα εζύ ηο λιμάνι κι εγώ ηο υανάρι ηο δεξιά
Το βπεμένο μοςπάγιο και η λάμψη επάνυ Σα
κοςπιά
Άςημον
Nα σερ σώπα ποτ ςιγά ςιγά
Eπιςσπέυοτν οι ςσεπιέρ. Yπόςσαςη
λαβαίνοτν οι άνθπψποι
σην παλιά σοτ θέςη ξαναπφινάει ν'
αναβοςβήνει ο υάπορ
Kαι σο ςπίσι σο κόκκινο
απγοποπεμένο
σ' ανοιφσά σοτ κάβοτ ςσέκει απόδο
μ' αναμμένα υώσα
Mαςοτλάνε φόπσο ςκοσεινό σα
πεπιβόλια
Kαι θολή θψπείρ μερ ςσοτρ αιθέπερ
να
Kασεβαίνει μ' ένα δίςκο υπέζιερ
σπέμοτςερ
H γτναίκα ποτ ση λεν Γαλήνη.
13. Πποςανασολιςμοί, 1940
Κάσψ απ’ σα πένσε κέδπα
Xψπίρ άλλα κεπιά
Kείσεσαι ςσην σςοτποτυλιςμένη
φλαίνη·
Άδειο σο κπάνορ, λαςπψμένο σο
αίμα
σο πλάι σο μιςοσελειψμένο
μππάσςο
Kι ανάμες’ απ’ σα υπύδια―
Mικπό πικπό πηγάδι, δαφστλιά σηρ
μοίπαρ
Mικπό πικπό πηγάδι κοκκινόματπο
Πηγάδι όποτ κπτώνει η θύμηςη!
Ω! μην κοισάσε, ψ μην κοισάσε από
πού σοτ-
Aπό πού σοτ ’υτγε η ζψή. Μην πείσε
πώρ
Mην πείσε πώρ ανέβηκε χηλά ο
καπνόρ σοτ ονείποτ
Έσςι λοιπόν η μια ςσιγμή Έσςι
λοιπόν η μια
Έσςι λοιπόν η μια ςσιγμή παπάσηςε
σην άλλη
Kι ο ήλιορ ο πανσοσινόρ έσςι μεμιάρ
σον κόςμο
Έσςι καθώρ σινάζεσαι μερ ςση βποφή σο δένσπο
Kαι σο κοπμί αδειανό ματπίζει από ση μοίπα
Kι έναρ σπελόρ δέπνεσαι με σο φιόνι
Kαι σα δτο μάσια πάνε να δακπύςοτν-
Γιασί, πψσάει ο αωσόρ, πού ’ναι σο παλικάπι;
Κι όλα σ’ αωσόποτλ’ αποπούν πού ’ναι σο
παλικάπι!
Γιασί, πψσάει ςσενάζονσαρ η μάνα, πού ’ναι ο γιορ
μοτ;
Κι όλερ οι μάνερ αποπούν πού να ’ναι σο παιδί!
Γιασί, πψσάει ο ςύνσπουορ, πού να ’ναι ο αδεπυόρ
μοτ;
Κι όλοι σοτ οι ςύνσπουοι αποπούν πού να ’ναι ο
πιο μικπόρ!
Πιάνοτν σο φιόνι, καίει ο πτπεσόρ
Πιάνοτν σο φέπι και παγώνει
Παν να δαγκάςοτνε χψμί κι εκείνο ςσάζει από
αίμα
Kοισούν μακπιά σον οτπανό κι εκείνορ μελανιάζει
Γιασί γιασί γιασί γιασί να μη ζεςσαίνει ο θάνασορ
Γιασί ένα σέσοιο ανόςιο χψμί
Γιασί έναρ σέσοιορ οτπανόρ εκεί ποτ ππώσα
εκασοικούςε ο ήλιορ
Αιθπίερ
13
Ω νεόσησα
πληπψμή σοτ ήλιοτ
αιμάσινη ςσιγμή
ποτ αφπηςσεύει σον θάνασο.
Ήλιε δεν ήςοτν ο πανσοσινόρ;
Ποτλί δεν ήςοτν η ςσιγμή φαπάρ ποτ δεν
καθίζει;
Λάμχη δεν ήςοτν η αυοβιά σοτ ςύγνευοτ;
Κι εςύ πεπβόλι ψδείο σψν λοτλοτδιών
Kι εςύ πίζα ςγοτπή υλογέπα σηρ μαγνόλιαρ!
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον ταμένο
ανθσπολοταγό της Αλβανίας
14. από σο Tο Υψσόδενσπο και η Δέκαση
Tέσαπση Oμοπυιά, Ίκαπορ 1971
Πποςανασολιςμοί
Εκείνο ποτ δε γίνεσαι
Nα 'φε η νοςσαλγία ςώμα να σο ςππώξψ
απ' σο παπάθτπο έξψ ! Nα σςακίςψ
εκείνο ποτ δε γίνεσαι ! Kοπίσςι ποτ από
σο γτμνό ςοτ ςσήθορ ςαν από ςφεδία
κάποσε μ' έςψςε ο Θεόρ
Kαι χηλά πάνψ απ' σα σείφη με σην
ημιςέληνο με πήγε
μην κι από δική μοτ
Aκπισομύθια υανεπψθείρ και οι Tύφερ ςε
βάλοτν
ςσο ςημάδι πψρ κι έγινε Γιασί σέσοια
θέλει κι
αγαπά η ζψή ποτ εμείρ αλλού
πιςσεύοτμε πψρ είναι
Kι από σ' άλλο μέπορ σηρ αγάπηρ από σ'
άλλο μέπορ σοτ θανάσοτ τπνοβασούμε
ώςποτ αβάςσαφσα
πεπιςυιγμένο κείνο ποτ μαρ έγινε ςάπκα
σηρ ςαπκόρ ςαν σο υώςυοπο μέςα μαρ
πάπει υψσιά και ανάχει και
ξτπνήςοτμε.
Ο ήλιος ο ηλιάτορας
ΑΦΗΓΗΣΗ
Ο Ήιηνο ν Ηιηάηνξαο
ν πεηξνπαηρληδηάηνξαο
από ηελ άθξε ησλ αθξώ
θαηεθνξάεη ζην Σαίλαξν
Φσηηά 'λαη ην πεγνύλη ηνπ
ρξπζάθη ην πηξνύλη ηνπ.
Ο ΗΛΘΟ
Εζείο ζηεξηέο θαη ζάιαζζεο
η' ακπέιηα θη νη ρξπζέο ειηέο
αθνύηε ηα ρακπέξηα κνπ
κέζα ζηα κεζεκέξηα κνπ
«' όινπο ηνπο ηόπνπο θη αλ γπξλώ
κόλνλ εηνύηνλ αγαπώ!»
15. Ήλιορ ο ππώσορ
Άξιον Εςσί
ΦΙV
σα φσήμασα βαδίςαμε όλη μέπα
Με σιρ γτναίκερ σοτρ ήλιοτρ σα ςκτλιά μαρ
Παίξαμε σπαγοτδήςαμε ήπιαμε νεπό
Υπέςκο καθώρ ξεπήδαγε από σοτρ αιώνερ.
Σο απομεςήμεπο για μια ςσιγμή καθήςαμε
Και κοισαφσήκαμε βαθιά μέςα ςσα μάσια.
Μια πεσαλούδα πέσαξε απ’ σα ςσήθια μαρ
Ήσανε πιο λετκή
Απ’ σο μικπό λετκό κλαδί σηρ άκπηρ σψν
ονείπψν μαρ
Ξέπαμε πψρ δεν ήσαν να ςβηςσεί ποσέρ
Πώρ δεν θτμόσανε καθόλοτ σι ςκοτλήκια
έςεπνε.
Σο βπάδτ ανάχαμε υψσιά
Και σπαγοτδούςαμε γύπψ-σπιγύπψ:
Υψσιά ψπαία υψσιά μη λτπηθείρ σα
κούσςοτπα
Υψσιά ψπαία υψσιά μη υσάςειρ ψρ ση
ςσάφση
Υψσιά ψπαία υψσιά καίγε μαρ
λέγε μαρ ση ζψή
Η ΓΕΝΕΙ
ΣΗΝ ΑΡΦΗ σο υψρ Και η ώπα η ππώση
ποτ σα φείλη ακόμη ςσον πηλό
δοκιμάζοτν σα ππάγμασα σοτ κόςμοτ
Αίμα ππάςινο και βολβοί ςση γη φπτςοί
Πανψπαία ςσον ύπνο σηρ άπλψςε και η θάλαςςα
γάζερ αιθέπορ σιρ αλεύκανσερ
κάσψ απ' σιρ φαποτπιέρ και σοτρ μεγάλοτρ
όπθιοτρ υοίνικερ
20. «Σο υψρ δεν έφει ηλικία. Για σο υψρ ο
φπόνορ δεν πεπνά.[…..]
Μόνον σο υψρ ξευεύγει από σο
ςιψπηλό ιςσό σοτ φπόνοτ»
21. «Σο υψρ δεν έφει ηλικία. Για σο υψρ ο φπόνορ δεν
πεπνά.[…..]
Μόνον σο υψρ ξευεύγει από σο ςιψπηλό ιςσό
σοτ φπόνοτ»
Γ. Γραμματικάκης: Η αστοβιογραυία τοσ Φωτός
Ο υτςικόρ ποτ «υλεπσάπει» με σην
λογοσεφνία…
22. Ζησούμε από σοτρ μαθησέρ να γπάχοτν
ςσίφοτρ φπηςιμοποιώνσαρ λέξειρ ςφεσικέρ
με σο υψρ.
Μποπούμε μεσά να πποςπαθήςοτμε να
σοτρ ςτνσαιπιάξοτμε και να υσιάξοτμε ένα
ποίημα.
Αυού έφοτν σα επεθίςμασα, μποπούμε να
σοτρ ζησήςοτμε να υσιάξοτν ένα κολάζ.
23. «Σο υψρ ςτγκινεί σον κάθε άνθπψπο.
Σο υψρ τπάπφει ςση ζψή σοτ καθενόρ.
Σο υψρ και η μελέση σοτ τπήπξε
οδηγόρ ςσιρ μεγάλερ επιςσημονικέρ
ανακαλύχειρ, ςσην κασανόηςη σψν
μεγάλψν μτςσικών σοτ ύμπανσορ
αλλά και σηρ ζψήρ. Είναι η μεγάλη
γέυτπα ανάμεςα ςσην επιςσήμη, ςσην
σέφνη, ςσην ανθπώπινη ζψή. Και είναι
σο μόνο ποτ δεν θα πεθάνει ποσέ.»
Γ. Γραμματικάκης: Η αστοβιογραυία τοσ Φωτός
24. «Η ποίηςη είναι μια άλλη όπαςη.»
Έηζη ην θσο, πνπ είλαη ε αξρή θαη ην ηέινο θάζε απνθαιππηηθνύ
θαηλνκέλνπ, δειώλεηαη κε
ηελ επίηεπμε κηαο νινέλα πην κεγάιεο νξαηόηεηαο, κηαο ηειηθήο
δηαθάλεηαο κέζα ζην πνίεκα πνπ
επηηξέπεη λα βιέπεηο ηαπηνρξόλσο κέζα απ’ ηελ ύιε θαη κέζα από
ηελ ςπρή».
Οδ. Ελύτης, Αυτοπροσωπογραυία σε λόγο προυορικό
25. «Έσςι ςτφνά όσαν μιλώ για σον ήλιο,
μπεπδεύεσαι ςση γλώςςα μοτ ένα
μεγάλο σπιανσάυτλλο κασακόκκινο.
Αλλά δε μοτ είναι βολεσό να ςψπάςψ».
ΗΛΙΟ Ο ΠΡΩΣΟ (1943)
26. «Φειπαχία Σέφνηρ και επιςσήμηρ με κοινό
άξονα σο υψρ»
Γ. Γραμματικάκης: «Η αστοβιογραυία τοσ Φωτός»