3. Τον δημιούργησε το 1824. Είναι ελαιογραφία σε καμβά 417 Χ 354
εκατοστά. Βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου. Αντίγραφο του πίνακα υπήρχε στο
Μουσείο της Χίου, το οποίο περί το 2009 αποσύρθηκε, διότι κρίθηκε ότι δεν
συμβάλλει στην ύπαρξη καλών ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ο πίνακας απεικονίζει αρρώστους και ετοιμοθάνατους. Ανθρώπους που σε
λίγο θα σκοτωθούν ή θα πουληθούν από τους Οθωμανούς. Η μάχη μαίνεται στο
βάθος, όπου ένας Τούρκος ιππέας, καταστρέφει και σφάζει. Η εικόνα δείχνει μία
ξεκληρισμένη οικογένεια με το θάνατο να τους καραδοκεί. Αποδίδει καλλιτεχνικά τη
μορφή της αποδεκατισμένης, γεμάτης απόγνωσης, γυναίκας με τα κατακόκκινα
μάτια από το κλάμα και τον τρόμο, που κοιτάζει προς τον ουρανό – περιμένοντας
ίσως θεϊκή βοήθεια, που είδε να σκοτώνουν τα παιδιά της, τους δικούς της, τους
συντοπίτες της και επέζησε για να οδηγηθεί στη σκλαβιά.
Έργο με διαφορετική αλήθεια και βίαιη ορμή, όπου αποκαλύπτεται η
σκληρότητα και τα πάθη, που κρύβονται μέσα στον άνθρωπο. Το σχέδιο είναι
ελεύθερο και η σύνθεση του δυναμική. Αρθρώνεται στις διαγώνιους και εκτείνεται
σε βάθος. Σχεδόν σαν να απηχεί υπόκωφα, από το φόντο του τοπίου, τον πόνο των
πληγωμένων και βασανισμένων ανθρώπων, που προβάλλονται το ένα πάνω στο
άλλο.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Στην εικόνα, η «Ελλάδα» περπατά στις αιματοβαμμένες πέτρες,
πάνω από τα πτώματα των αγωνιστών, στέκεται πάνω στα ερείπια. Ένα
χέρι σκοτωμένου φαίνεται κάτω από τα χαλάσματα. Η μάχη φαίνεται ότι
έχει τελειώσει υπέρ των Τούρκων, αφού ο Τούρκος στρατιώτης κάθεται
σε μία πέτρα, κρατώντας όρθια τη σημαία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Το σημαινόμενο της κίνησης, είναι το αίσθημα
κυριαρχίας του θριαμβευτή Τούρκου στρατιώτη, η απάθεια με την οποία
κρατάει κατακόρυφα τη σημαία και η αναισθησία του απέναντι στον
όλεθρο που δημιούργησε.
Αναπαριστά την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου.
Είναι μία αλληγορία. Ο καλλιτέχνης αποφασίζει να επικεντρώσει σε μία
κεντρική φιγούρα, σε μία «νίκη» για την Ελλάδα, παρά την
ολοκληρωτική καταστροφή. Η γυναίκα, η «Ελλάδα», είναι η κεντρική
μορφή του πίνακα και είναι γονατιστή στα συντρίμμια. Γυμνό στήθος,
πολύ όμορφη, με λευκό φόρεμα, με τα χέρια τεταμένα, σε ένδειξη λύπης
και απελπισίας και παράκλησης, αντικρίζοντας την μακάβρια σκηνή των
σκοτωμένων αγωνιστών, οι οποίοι διάλεξαν το θάνατο και την
καταστροφή της πόλης τους, έναντι της παράδοσης στους Τούρκους και
στην τυραννία.
7. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Συμβολίζει νεαρή Ελληνίδα, η οποία επισκέπτεται τους
τάφους των γονέων της, που έπεσαν στον Αγώνα τους για
λευτεριά. Τα χρώματα είναι ψυχρά, τονίζοντας το φοβισμένο
πρόσωπο, με τα τρομαγμένα μάτια από τις θηριωδίες των
Τούρκων. Η συμπαραδήλωση θα μπορούσε να εντοπιστεί στη
συναισθηματική φόρτιση που προέρχεται από την εικόνα και
απεικονίζει την κατάφορη θλίψη στο πρόσωπο της ορφανής
Ελληνίδας.
9. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Το έργο είναι εμπνευσμένο από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα,
«Γκιαούρ», που έγραψε το 1813. Απεικονίζει τη σκηνή της εκδίκησης του
Έλληνα για το θάνατο της αγαπημένης του, από τον Τούρκο, Χασάν. Η
μάχη μαίνεται ασταμάτητα. Ο εχθρός φαίνεται πισώπλατα. Τα χρώματα
της εικόνας είναι συνδυασμός ψυχρών και ζεστών χρωμάτων, ανάλογα
της επικρατούσας κατάστασης. Η εικόνα οδηγεί στο δράμα, με εξωτικά
κοστούμια και χρώματα. Το πρόσωπο του Έλληνα είναι λευκό, ενώ του
Χασάν είναι κρυμμένο. Στο συμπαραδηλωτικό επίπεδο του νοήματος, ο
αναγνώστης – δέκτης συνδέει τον Έλληνα αγωνιστή με το φως και τον
πολιτισμό, ενώ τον Τούρκο με το σκοτάδι και την βαρβαρότητα. Ένα φως
αχνοφαίνεται στο βάθος, δίνοντας μία ελπίδα για τον αμυνόμενο.
12. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Συμβολίζει την απόλυτη ηρεμία που επικρατεί στη φύση –
κοινωνία, μετά το θάνατο του θηριώδη Τούρκου κατακτητή. Στο
συμπαραδηλωτικό επίπεδο σημαίνει τη ζωή των βασανισμένων Ελλήνων
που αρχίζει να παίρνει νόημα, με την ελευθερία και τα ανθρώπινα
δικαιώματά τους.
14. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Αναπαριστά ένα επεισόδιο από τον ελληνικό πόλεμο της
ανεξαρτησίας. Τονίζει το αγέρωχο βλέμμα του έφιππου Έλληνα
αγωνιστή. Το άλογό του φαίνεται σαν να μην πατάει στο έδαφος, σχεδόν
πετάει. Το επανωφόρι του έφιππου ανεμίζει, έχοντας βγει το ένα μανίκι
από το χέρι του. Τα μάτια του αλόγου, αλλά και του έφιππου, είναι
στραμμένα προς τον σκοτωμένο Τούρκο, αδιάφορα και υποτιμητικά. Ο
έφιππος αγωνιστής κατευθύνεται με βιάση στον αμυνόμενο
συναγωνιστή του, ο οποίος μάχεται προστατευμένος πίσω από το
σκοτωμένο άλογό του. Αποτελεί αλληγορία της ευρωπαϊκής βοήθειας
στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ο πίνακας συνδύαζε έντονα ζεστά, αλλά
και ψυχρά χρώματα. Αγοράστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, με την
συνδρομή των εφοπλιστών Βασίλη Γουλανδρή και Σταύρου Νιάρχου.
Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου /
Μουσείο Τέχνης.
17. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Το 1823, ο Μάρκος Μπότσαρης με 350 Σουλιώτες επιτέθηκε
αιφνιδίως εναντίον 15.000 Τουρκαλβανών του Ομέρ Πασά και του
Μουσταή Πασά, που ήταν στρατοπεδευμένοι στο Κεφαλόβρυσο
Καρπενησίου. Επικράτησε πανικός στις τάξεις των Τούρκων, αλλά όταν ο
Μπότσαρης κατευθύνθηκε στη σκηνή του Μουσταή Πασά, τον
πυροβόλησαν, τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε μετά από λίγες ώρες,
στο Μεσολόγγι, όπου τον μετέφεραν οι άνδρες του. Η ιστορία του
Μάρκου Μπότσαρη[11], ενέπνευσε τον Ντελακρουά, τον οποίο
ζωγράφισε δύο φορές.
19. ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ:
Παρουσιάζει έναν Έλληνα πολεμιστή να είναι βυθισμένος στις
σκέψεις του και έτοιμος να ξεκινήσει την επόμενη αναμέτρησή του με
τον εχθρό. Κρατάει με το αριστερό του χέρι τα χαλινάρια του αλόγου, το
οποίο φαίνεται πανέτοιμο να τον ακολουθήσει.