ݺߣ

ݺߣShare a Scribd company logo
Η συζήτηση περί βίας προς εξυπηρέτηση ιδεολογικών φαντασμάτων.
Τα τελευταία χρόνια, αυτά της οικονομικής κρίσης, έχει ανοίξει μία πολύ
ενδιαφέρουσα συζήτηση, αυτή περί βίας. Κάποιοι μιλούν για «κακή και καλή βία» ή
αντιβία όπως συχνά αποκαλείται. Στον αντίποδα έχουμε την άποψη ότι η βία πρέπει να
καταδικάζεται σε όλες της τις μορφές, απ’ όπου κι αν προέρχεται και ανεξαρτήτως πού
κατευθύνεται.
Το παράδοξο φαινόμενο που παρατηρούμε σε αυτό το σημείο είναι ότι γίνεται μία
σύγκριση δύο διαφορετικών παραμέτρων όσον αφορά στη συζήτηση για τη βία: η μεν
πρώτη άποψη προκύπτει από μία ανάλυση ως ένα βαθμό των αιτιών οι οποίες οδηγούν στη
βία ενώ η δεύτερη αφορά την προσέγγιση που θα πρέπει να υπάρχει ως προς την
καταπολέμηση αυτής. Δυστυχώς, σχεδόν πάντα η συζήτηση μένει στο επίπεδο της
πολιτικής κόντρας μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, συνοδευόμενη μάλιστα από παραδείγματα
βγαλμένα από το παρελθόν, τα οποία σε καμμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στην
πραγματικότητα της σημερινής κοινωνίας. Και από αυτό, μόνο ένα πράγμα μπορεί να
καταλάβει κανείς για το επίπεδο του πολιτικού μας συστήματος εν γένει: είτε οι πολιτικοί
μας εκπρόσωποι για κάποιον λόγο είναι ανίκανοι να ακολουθήσουν τις αλλαγές στην
κοινωνία μέσα στον χρόνο είτε το μόνο που πραγματικά τους ενδιαφέρει είναι η διατήρηση
μίας, επί της ουσίας, πολιτικής ‘βεντέτας’ για τον οποιοδήποτε λόγο μπορεί αυτή να
εξυπηρετεί τη μία ή την άλλη πλευρά.
Δυστυχώς, σε όλη αυτή τη συζήτηση παρατηρούμε μία τάση ισοπεδωτική ως προς
τις διάφορες μορφές βίας, τους λόγους για τους οποίους κάποιοι στρέφονται προς αυτή –
και μάλιστα όχι σε ατομικό επίπεδο, αλλά μάλλον συλλογικό – ενώ παράλληλα η
καταπολέμηση της βίας για κάποιον λόγο πρέπει να περνά μέσω συναισθημάτων ενοχής
και σε καμμία περίπτωση μέσω ουσιαστικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να
συμβάλλουν ουσιαστικά στον περιορισμό αυτού του φαινομένου.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε το κέντρο της Αθήνας να καίγεται ξανά και ξανά.
Ιστορικά κτήρια κάηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν, χειρότερο όλων όμως είναι ότι
θρηνήσαμε και ανθρώπινες ζωές. Και όλα αυτά, για έναν πολιτισμένο άνθρωπο, δεν
μπορεί παρά να είναι κατακριτέα. Σίγουρα οφείλουμε να καταδικάσουμε τη βία, από την
άλλη πλευρά όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε και γιατί αυτή η αγριότητα; Είναι όλοι
όσοι την ασκούν πιόνια του ενός ή του άλλου πολιτικού κόμματος ή ακόμη και του ίδιου
του κράτους όπως πολλές φορές ακούγεται; Κι ακόμη κι αν είναι, για ποιόν λόγο υπάρχει
αυτή η βουβή αποδοχή σε πολλές από τις περιπτώσεις από το σύνολο της κοινωνίας;
Η εύκολη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως αιτία γι’ αυτή την έξαρση της
βίας είναι η μνημονιακή πολιτική. Έτσι απλά. Χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Άλλωστε, ας μη
ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι εκ των πολιτών δεν γνωρίζουν, δεν έχουν καν διαβάσει τους
όρους των μνημονίων, ακόμη χειρότερο δε, υπάρχουν πολιτικοί, οι οποίοι είτε το
υποστήριξαν είτε όχι, ούτε αυτοί ήξεραν περί τίνος επρόκειτο.
Προσωπική μου άποψη είναι, ότι περισσότερο από τις κοινωνικές ανισότητες, τη
φτώχεια ακόμη και την ανέχεια σε πολλές περιπτώσεις που επέφερε η οικονομική πολιτική
που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια, είναι το αίσθημα της αγανάκτησης που οδήγησε
στην έξαρση των βίαιων φαινομένων το οποίο όμως οφείλεται, όχι σε αυτή καθ’ εαυτή την
οικονομική πολιτική, παρά στην έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει απέναντι στο πολιτικό
σύστημα στο σύνολό του.
Τα μέτρα που έχουν περάσει οι πολιτικές ηγεσίες τα τελευταία χρόνια, ακόμη και
στον βαθμό που αυτά κρίνονται απαραίτητα για να ορθοποδήσει η χώρα και να
εκσυγχρονιστεί, δεν παύουν σε πολλές περιπτώσεις να είναι σκληρά. Κι είναι απορίας άξιο
το ότι κάποιοι ακόμη και σήμερα αρνούνται να δούν ότι αυτά δεν μπορούν να γίνονται
αποδεκτά αθόρυβα όταν παράλληλα δεν τηρείται κάποιο χρονοδιάγραμμα, δεν
εκπληρώνονται οι προσδοκίες του κράτους όπως αυτές παρουσιάστηκαν στους πολίτες ενώ
δεν υπάρχει και κάποια πολιτική συγκροτημένη η οποία να στοχεύει στην εξυγίανση των
παθογενειών της κονωνίας (πχ. διαφθορά κ.ά.)
Επομένως, προτού τρέξουμε να καταδικάσουμε τη βία, προτού τρέξουμε να
αποδώσουμε ευθύνες στην αντιπολίτευση, θα πρέπει οι υπέρμαχοι της παρούσας
οικονομικής πολιτικής και του παρόντος πολιτικού λόγου, να αναλογιστούν και οι ίδιοι τις
ευθύνες που τους αναλογούν, να αποδεχτούν τα λάθη που οι ίδιοι έχουν κάνει και με
ευσυνειδησία επιτέλους να πράξουν τα απαραίτητα, όπως αυτά ορίζονται από την ίδια την
επιστήμη της πολιτικής, η οποία στοχεύει στην ευημερία ενός λαού και όχι στον διχασμό
της κοινωνίας όπως προσπαθούν να τον επιβάλλουν. Αν μη τί άλλο, τέτοιες τακτικές
φανερώνουν πανικό και ανικανότητα ως προς τη διαχείριση της καταστάσεως. Και
αναρωτιέμαι, ποιό το ήθος του πολιτικού ο οποίος κυβερνά βασισμένος στην ανασφάλεια
και τον φόβο των πολιτών απέναντι στη βία;
Το γεγονός είναι ένα: Δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς βία. Ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ
δεν θα υπάρξει. Η εικόνα της υγιούς κοινωνίας με τα λιγοστά και μεμονωμένα φαινόμενα
βίας είναι πάρα πολύ ωραία. Και σίγουρα αυτή πρέπει να είναι ο στόχος. Θα πρέπει όμως
να είμαστε και ρεαλιστές. Η ίδια η ιστορία μας το επιβάλλει. Η βία ήταν πάντα το μέσον
αντίστασης αυτού που δεν έχει άλλο τρόπο να αντισταθεί, άλλο τρόπο να εναντιωθεί, να
ακουστεί και να αλλάξει τα δεδομένα τα οποία θεωρεί ότι τον ‘καταδυναστεύουν’. Σε μία
δημοκρατική κοινωνία, δεν φτάνει να λες ότι καταδικάζεις τη βία. Οφείλεις να δείς
κατάματα πού αυτή οφείλεται και να πάρεις τα ανάλογα μέτρα. Κι αυτά δεν μπορούν να
περιορίζονται μόνο στην καταστολή της βίας από την πλευρά του κράτους.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει και οι ίδιοι οι πολίτες να καταλάβουν τις
αναγκαιότητες που προκύπτουν από τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει
περιέλθει η χώρα και να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες. Θα πρέπει να καταλάβουν ότι
η αντίσταση για την αντίσταση δεν οδηγεί πουθενά. Αντιθέτως, αποτελεί τροχοπέδη στην
όποια ανάπτυξη μπορεί να έλθει κάποια στιγμή στη χώρα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να
καταλάβουν ότι με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στην εξοικείωση της κοινωνίας με τη βία
και άρα την αποδοχή της ακόμη και όταν δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ώστε να
δικαιολογήσουν, ή καλύτερα, να εξηγήσουν μία τέτοια αντίδραση.
Αμφότερες πλευρές θα πρέπει να καταλάβουν σε ποιόν βαθμό τροφοδοτούν η μία
την άλλη κι επιτέλους να σοβαρευτούν και να πράξουν τα δέοντα ως προς την ομαλή
πορεία της χώρας προς την έξοδο από την κρίση. Ο κόσμος έχει κουραστεί από αυτή την
κόντρα. Το να του επιβάλλεις έμμεσα ή άμεσα να διαλέξει στρατόπεδο, είναι χυδαίο. Οι
ανάγκες της χώρας, όπως αυτές ορίζονται τόσο από το εθνικό συμφέρον όσο και από τις
διεθνείς δομές και πολιτικές, είναι πολύ συγκεκριμένες και σίγουρα ξεφεύγουν από την
παρωχημένη κόντρα μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Ο κόσμος αλλάζει, οι κοινωνίες
αλλάζουν και αν οι εκπρόσωποι των δύο αυτών ιδεολογιών αρνούνται να το δούν αυτό,
τότε να είναι σίγουροι ότι αυτοί και μόνο αυτοί θα είναι οι δύο χαμένοι της ιστορίας. Η
ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη από αλλαγές, οικονομικές, κοινωνικές κ. ά. τις οποίες πολύ
απλά δεν μπορούν να τις φέρουν άνθρωποι με τέτοια προσκόλληση στο παρελθόν.
Κ.

More Related Content

η συζήτηση περί βίας προς εξυπηρέτηση ιδεολογικών φαντασμάτων

  • 1. Η συζήτηση περί βίας προς εξυπηρέτηση ιδεολογικών φαντασμάτων. Τα τελευταία χρόνια, αυτά της οικονομικής κρίσης, έχει ανοίξει μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, αυτή περί βίας. Κάποιοι μιλούν για «κακή και καλή βία» ή αντιβία όπως συχνά αποκαλείται. Στον αντίποδα έχουμε την άποψη ότι η βία πρέπει να καταδικάζεται σε όλες της τις μορφές, απ’ όπου κι αν προέρχεται και ανεξαρτήτως πού κατευθύνεται. Το παράδοξο φαινόμενο που παρατηρούμε σε αυτό το σημείο είναι ότι γίνεται μία σύγκριση δύο διαφορετικών παραμέτρων όσον αφορά στη συζήτηση για τη βία: η μεν πρώτη άποψη προκύπτει από μία ανάλυση ως ένα βαθμό των αιτιών οι οποίες οδηγούν στη βία ενώ η δεύτερη αφορά την προσέγγιση που θα πρέπει να υπάρχει ως προς την καταπολέμηση αυτής. Δυστυχώς, σχεδόν πάντα η συζήτηση μένει στο επίπεδο της πολιτικής κόντρας μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, συνοδευόμενη μάλιστα από παραδείγματα βγαλμένα από το παρελθόν, τα οποία σε καμμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της σημερινής κοινωνίας. Και από αυτό, μόνο ένα πράγμα μπορεί να καταλάβει κανείς για το επίπεδο του πολιτικού μας συστήματος εν γένει: είτε οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι για κάποιον λόγο είναι ανίκανοι να ακολουθήσουν τις αλλαγές στην κοινωνία μέσα στον χρόνο είτε το μόνο που πραγματικά τους ενδιαφέρει είναι η διατήρηση μίας, επί της ουσίας, πολιτικής ‘βεντέτας’ για τον οποιοδήποτε λόγο μπορεί αυτή να εξυπηρετεί τη μία ή την άλλη πλευρά. Δυστυχώς, σε όλη αυτή τη συζήτηση παρατηρούμε μία τάση ισοπεδωτική ως προς τις διάφορες μορφές βίας, τους λόγους για τους οποίους κάποιοι στρέφονται προς αυτή – και μάλιστα όχι σε ατομικό επίπεδο, αλλά μάλλον συλλογικό – ενώ παράλληλα η καταπολέμηση της βίας για κάποιον λόγο πρέπει να περνά μέσω συναισθημάτων ενοχής και σε καμμία περίπτωση μέσω ουσιαστικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν ουσιαστικά στον περιορισμό αυτού του φαινομένου. Τα τελευταία χρόνια είδαμε το κέντρο της Αθήνας να καίγεται ξανά και ξανά. Ιστορικά κτήρια κάηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν, χειρότερο όλων όμως είναι ότι θρηνήσαμε και ανθρώπινες ζωές. Και όλα αυτά, για έναν πολιτισμένο άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να είναι κατακριτέα. Σίγουρα οφείλουμε να καταδικάσουμε τη βία, από την άλλη πλευρά όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε και γιατί αυτή η αγριότητα; Είναι όλοι όσοι την ασκούν πιόνια του ενός ή του άλλου πολιτικού κόμματος ή ακόμη και του ίδιου του κράτους όπως πολλές φορές ακούγεται; Κι ακόμη κι αν είναι, για ποιόν λόγο υπάρχει αυτή η βουβή αποδοχή σε πολλές από τις περιπτώσεις από το σύνολο της κοινωνίας; Η εύκολη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως αιτία γι’ αυτή την έξαρση της βίας είναι η μνημονιακή πολιτική. Έτσι απλά. Χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Άλλωστε, ας μη ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι εκ των πολιτών δεν γνωρίζουν, δεν έχουν καν διαβάσει τους όρους των μνημονίων, ακόμη χειρότερο δε, υπάρχουν πολιτικοί, οι οποίοι είτε το υποστήριξαν είτε όχι, ούτε αυτοί ήξεραν περί τίνος επρόκειτο.
  • 2. Προσωπική μου άποψη είναι, ότι περισσότερο από τις κοινωνικές ανισότητες, τη φτώχεια ακόμη και την ανέχεια σε πολλές περιπτώσεις που επέφερε η οικονομική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια, είναι το αίσθημα της αγανάκτησης που οδήγησε στην έξαρση των βίαιων φαινομένων το οποίο όμως οφείλεται, όχι σε αυτή καθ’ εαυτή την οικονομική πολιτική, παρά στην έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει απέναντι στο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Τα μέτρα που έχουν περάσει οι πολιτικές ηγεσίες τα τελευταία χρόνια, ακόμη και στον βαθμό που αυτά κρίνονται απαραίτητα για να ορθοποδήσει η χώρα και να εκσυγχρονιστεί, δεν παύουν σε πολλές περιπτώσεις να είναι σκληρά. Κι είναι απορίας άξιο το ότι κάποιοι ακόμη και σήμερα αρνούνται να δούν ότι αυτά δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτά αθόρυβα όταν παράλληλα δεν τηρείται κάποιο χρονοδιάγραμμα, δεν εκπληρώνονται οι προσδοκίες του κράτους όπως αυτές παρουσιάστηκαν στους πολίτες ενώ δεν υπάρχει και κάποια πολιτική συγκροτημένη η οποία να στοχεύει στην εξυγίανση των παθογενειών της κονωνίας (πχ. διαφθορά κ.ά.) Επομένως, προτού τρέξουμε να καταδικάσουμε τη βία, προτού τρέξουμε να αποδώσουμε ευθύνες στην αντιπολίτευση, θα πρέπει οι υπέρμαχοι της παρούσας οικονομικής πολιτικής και του παρόντος πολιτικού λόγου, να αναλογιστούν και οι ίδιοι τις ευθύνες που τους αναλογούν, να αποδεχτούν τα λάθη που οι ίδιοι έχουν κάνει και με ευσυνειδησία επιτέλους να πράξουν τα απαραίτητα, όπως αυτά ορίζονται από την ίδια την επιστήμη της πολιτικής, η οποία στοχεύει στην ευημερία ενός λαού και όχι στον διχασμό της κοινωνίας όπως προσπαθούν να τον επιβάλλουν. Αν μη τί άλλο, τέτοιες τακτικές φανερώνουν πανικό και ανικανότητα ως προς τη διαχείριση της καταστάσεως. Και αναρωτιέμαι, ποιό το ήθος του πολιτικού ο οποίος κυβερνά βασισμένος στην ανασφάλεια και τον φόβο των πολιτών απέναντι στη βία; Το γεγονός είναι ένα: Δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς βία. Ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα υπάρξει. Η εικόνα της υγιούς κοινωνίας με τα λιγοστά και μεμονωμένα φαινόμενα βίας είναι πάρα πολύ ωραία. Και σίγουρα αυτή πρέπει να είναι ο στόχος. Θα πρέπει όμως να είμαστε και ρεαλιστές. Η ίδια η ιστορία μας το επιβάλλει. Η βία ήταν πάντα το μέσον αντίστασης αυτού που δεν έχει άλλο τρόπο να αντισταθεί, άλλο τρόπο να εναντιωθεί, να ακουστεί και να αλλάξει τα δεδομένα τα οποία θεωρεί ότι τον ‘καταδυναστεύουν’. Σε μία δημοκρατική κοινωνία, δεν φτάνει να λες ότι καταδικάζεις τη βία. Οφείλεις να δείς κατάματα πού αυτή οφείλεται και να πάρεις τα ανάλογα μέτρα. Κι αυτά δεν μπορούν να περιορίζονται μόνο στην καταστολή της βίας από την πλευρά του κράτους. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει και οι ίδιοι οι πολίτες να καταλάβουν τις αναγκαιότητες που προκύπτουν από τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και να αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες. Θα πρέπει να καταλάβουν ότι η αντίσταση για την αντίσταση δεν οδηγεί πουθενά. Αντιθέτως, αποτελεί τροχοπέδη στην όποια ανάπτυξη μπορεί να έλθει κάποια στιγμή στη χώρα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να καταλάβουν ότι με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στην εξοικείωση της κοινωνίας με τη βία και άρα την αποδοχή της ακόμη και όταν δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ώστε να δικαιολογήσουν, ή καλύτερα, να εξηγήσουν μία τέτοια αντίδραση.
  • 3. Αμφότερες πλευρές θα πρέπει να καταλάβουν σε ποιόν βαθμό τροφοδοτούν η μία την άλλη κι επιτέλους να σοβαρευτούν και να πράξουν τα δέοντα ως προς την ομαλή πορεία της χώρας προς την έξοδο από την κρίση. Ο κόσμος έχει κουραστεί από αυτή την κόντρα. Το να του επιβάλλεις έμμεσα ή άμεσα να διαλέξει στρατόπεδο, είναι χυδαίο. Οι ανάγκες της χώρας, όπως αυτές ορίζονται τόσο από το εθνικό συμφέρον όσο και από τις διεθνείς δομές και πολιτικές, είναι πολύ συγκεκριμένες και σίγουρα ξεφεύγουν από την παρωχημένη κόντρα μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Ο κόσμος αλλάζει, οι κοινωνίες αλλάζουν και αν οι εκπρόσωποι των δύο αυτών ιδεολογιών αρνούνται να το δούν αυτό, τότε να είναι σίγουροι ότι αυτοί και μόνο αυτοί θα είναι οι δύο χαμένοι της ιστορίας. Η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη από αλλαγές, οικονομικές, κοινωνικές κ. ά. τις οποίες πολύ απλά δεν μπορούν να τις φέρουν άνθρωποι με τέτοια προσκόλληση στο παρελθόν. Κ.