Η σχέση του θεσμού της εκπαίδευσης με το οικονομικό σύστημα - project
1. Ερευνητικά ερωτήματα
α) Ποια είναι η ιστορία του εκπαιδευτικού συστήματος και πώς
συνδέεται ο θεσμός του σχολείου με το οικονομικό – κοινωνικό σύστημα
και την αναπαραγωγή των ανισοτήτων;
β)
Πώς
ορίζεται
“αντιαυταρχική”;
Πώς
η
παιδαγωγική”
“αυταρχική
συνδέονται
οι
αρχές
των
και
δύο
πώς
η
αυτών
παιδαγωγικών με τις έννοιες “εξουσία” και “δύναμη”;
γ) Παιδαγωγικές θεωρίες, αντιλήψεις και πρακτικές όπως των :
Rousseu (Αιμίλιος), Waldorf, Μοντεσσόρι, Νηλ, Φρέιρε κ.ά)
δ) Ποιά “αντισυμβατικά” σχολεία υπήρξαν ή λειτουργούν σήμερα
στον κόσμο; Μελέτη και κριτική στον τρόπο λειτουργίας τους.
ε) Και τώρα ο λόγος σε σας: “Τι σχολείο ονειρεύεστε”;
ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η εκπαίδευση εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας κοινωνίας στο ιστορικό
στάδιο που εκείνη βρίσκεται (δηλ., φεουδαρχική, καπιταλιστική). Η
κοινωνία όμως χωρίζεται σε τάξεις, όπου υπάρχουν η κυρίαρχη και οι
κυριαρχούμενες τάξεις. Ανάλογα, λοιπόν, σε ποια ιστορική φάση
βρίσκεται ο κοινωνικός σχηματισμός, η ανάπτυξη της εκπαίδευσης
καθορίζεται έτσι ώστε να συντηρεί και να αναπαράγει την ύπαρξη των
σχέσεων κυριαρχίας μέσα σ' αυτόν τον κοινωνικό σχηματισμό.
Συνεπώς, τι είδους γνώση παρέχεται, από ποιον, προς ποιους και με
ποιους όρους, αν είναι ισότιμη και αντικειμενική, όλα αυτά σχετίζονται
πάντα με το σε ποια κοινωνία συμβαίνουν.
Για παράδειγμα, στη φεουδαρχική κοινωνία, η οποία ήταν
αγροτική, στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας ήταν η τάξη των
ευγενών (φεουδάρχες) και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, οι οποίοι είχαν
το μονοπώλιο της παροχής γνώσης. Φαίνεται λοιπόν έντονα -ίσως
2. εντονότερα από την πρώιμη καπιταλιστική κοινωνία- ο ταξικός
χαρακτήρας της εκπαίδευσης. Βέβαια, η παροχή γνώσης μόνο στην
αριστοκρατία καθίστατι δυνατή εξαιτίας της κοινωνικοοικονομικής
οργάνωσης. Λέγοντας, λοιπόν, αυτό εννοούμε
ότι σε μια αγροτική
κοινωνία δεν αναγκάζεται η κυρίαρχη τάξη να παρέχει παιδεία και στα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα για να στηρίξει την οικονομία της.
Με το πέρασμα στον καπιταλισμό, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
υπάρχει στροφή στη μαζική σχολική εκπαίδευση, αφού πλέον η
αυξημένη παραγωγή
και η διευρυμένη αγορά απιτάσσουν τη
“δημιουργία” νέων ανθρώπων για τη νέα κοινωνία. Σκοπός, λοιπόν, της
μαζικής σχολικής εκπαίδευσης ήταν η προετοιμασία των πολιτών και
των εργατών για το σύγχρονο βιομηχανικό κράτος. Εκτός, όμως, από
τον οικονομικό παράγοντα (παραγωγικές σχέσεις), που συνετέλεσε
στην αλλαγή του χαρακτήρα και του ρόλου της εκπαίδευσης, σημαντικό
ρόλο
έπαιξε
και
ο
κοινωνικός
παράγοντας.
Συγκεκριμένα,
οι
διεκδικήσεις και οι αγώνες των λαών για δικαιώματα αλλά και το
αντίπαλο δέος των σοσιαλιστικών χωρών, ης Σοβιετικής Ένωσης και
της Κίνας (ειδικά κατά την Πολιτιστική Επανάσταση), οι οποίες εκείνη
την περίοδο έδιναν πραγματικές διεξόδους και ένα όραμα για όλους
τους λαούς του κόσμου, για μια ισότιμη κοινωνία με δικαιώματα. Πίεζαν
τις άρχουσες τάξεις στον υπόλοιπο κόσμο να δώσουν ελευθερίες και
δικαιώματα
στους
λαούς,
αναγκάζοντάς
τες
να
δείχνουν
ένα
φιλελεύθερο πρόσωπο. Με βάση αυτά διατύπωσε ο Ίλλιτς ότι το
δημόσιο σχολείο σαν κεντρικός θεσμός κοινωνικοποίησης τείνει να
ενισχύει την οργάνωση της κοινωνίας που το πλαισιώνει.
Καταλήγουμε,
λοιπόν,
στο
συμπέρασμα
ότι
η
εκπαίδευση
ανταποκρίνεται πάντοτε στην ανάγκη μιας τάξης για τη συντήρηση της
ιδεολογίας της. Η αστική τάξη (η οποία είναι η κυρίαρχη στο
καπιταλιστικό σύστημα) θέλει να μεταβάλει τον κόσμο σύμφωνα με την
άποψή της και το προλεταριάτο, η εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα
στρώματα, σύμφωνα με τη δική τους. Ποια απ΄αυτές τις δύο τάξεις θα
επιβληθεί σ' αυτόν τον μέχρι τέλους αγώνα, άρα και σε ποια κοινωνία
θα ζήσουμε, δεν έχει ακόμα πραγματικά αποφασιστεί.
Συμπερασματικά:
3. Η εκπαίδευση είναι ένας θεσμός που αναπαράγει την κυρίαρχη
ιδεολογία. Σ' ένα αστικό καθεστώς, σαν το σημερινό, στόχο έχει τη
διαιώνιση των ταξικών ανισοτήτων, την παραμονή της αστικής τάξης
στην εξουσία και την αναπαραγωγή της ιδεολογίας της στη νεολαία.
Στην
Ελλάδα,
με
την
εξαρτημένη
οικονομία
της
από
τις
καπιταλιστικές μητροπόλεις (π.χ., από τις ΗΠΑ, από την ΕΕ) και την
ανυπαρξία μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, καθορίζονται και τα πολύ
περιορισμένα όρια του συστήματος ως προς τη δυνατότητα να
σχεδιάζει μακροπρόθεσμα εκπαιδευτικά πλάνα. Έτσι, στη χώρα μας
έχουμε
συχνές
εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις
και
επιθέσεις
σε
εκπαιδευτικά δικαιώματα, στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησης, της
πληρωμής διδάκτρων, συγγραμμάτων κ.λπ., όπως επιβάλλουν οι
δυνάμεις εξάρτησης. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε μια κοινωνία
υπάρχουν τάξεις και, όπως είναι “φυσικό”, αυτές οι επιθέσεις δεν
στοχεύουν στην άρχουσα τάξη αλλά στα μεσαία και κυρίως στα
εργατικά στρώματα.
Διαφαίνονται λοιπόν οι ανισότητες και οι
αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα σ΄αυτό το σύστημα και στον τομέα της
εκπαίδευσης, οι οποίες άλλες φορές οξύνονται και άλλες φορές
παίρνουν πιο ήπια μορφή, ανάλογα με τους αγώνες του λαού και της
νεολαίας.
Ωστόσο,
η
αστική
τάξη
δεν
διαπραγματεύεται
-υπό
οποιεσδήποτε συνθήκες- την κυριαρχία της και στον τομέα συτόν, αφού
αποτελεί πυλώνα της εξουσίας της. Αυτή την κυριαρχία μπορεί να τη
χάσει μόνο όταν θα πάψει να είναι άρχουσα τάξη.
Με βάση τα παραπάνω, δεν υπάρχουν ταξικά και πολιτικά
ουδέτερες παιδαγωγικές ή εκπαιδευτικές έννοιες. Αυτό δεν είναι παρά
ένα αστικό δημιούργημα. Γιατί, μπορεί σε ένα λεξικό το λήμμα
“αξιολόγηση” να σημαίνει “προσδιορισμός της αξίας των ικανοτήτων”,
αλλά μάλλον πρώτα θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα:
προσδιορισμός με βάση ποιες αξίες; Έτσι, λοιπόν, η λέξη “άξιος”, είτε
αναφέρεται σε μαθητή είτε σε καθηγητή, προσδιορίζεται πάντοτε με
βάση τις αξίες του παρόντος συστήματος.
Από την άποψη αυτή, ο εκπαιδευτικός έχει θέση εξουσίας απέναντι
στον εκπαιδευόμενο, αφού καλείται να τον αξιολογήσει πάντα με βάση
τα αξιολογικά κριτήρια και μέσα του συστήματος (βαθμολογίες, τεστ).
4. Αυτή είναι μια αλήθεια, όσο άβολη κι αν είναι πολλές φορές, καθώς είναι
δύσκολο να διαχειριστούμε οι μαθητές και οι ίδιοι οι καθηγητές την
αντίφαση προθέσεων και πραγματικού ρόλου που αντιπροσωπεύουν οι
εκπαιδευτικοί.
****
Η αστική τάξη, αναπτυσσόμενη οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά
ως εξέλιξη της φεουδαρχικής κοινωνίας, κατέκτησε και χρησιμοποίησε
το θεσμό του μεσαιωνικού πανεπιστημίου. Με την επικράτησή της το
πανεπιστήμιο έπρεπε να στηρίζει και να αναπαράγει την αστική
κυριαρχία και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που συνοδευόταν όλο και πιο
πολύ από την κοινωνική και πολιτική παρουσία της εργατικής τάξης.
Παράλληλα, και κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης και των
λαϊκών στρωμάτων αλλά και κάτω απ΄τη δική της ανάγκη συγκρότησε
την εκπαίδευση σαν ξεχωριστό μηχανισμό σε σχέση με την παραγωγή.
Ο δομικός χωρισμός της εκπαίδευσης από την παραγωγή είχε την
αιτία
του
στον
χωρισμό
και
στην
αντίθεση
πνευματικής
και
χειρωνακτικής εργασίας που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Η αστική
τάξη είχε την ανάγκη ενός ξεχωριστού μηχανισμού που από τη μια να
μεταλαμπαδεύει τις αξίες και την ιδεολογία της στη νεολαία, να
καλλιεργεί το σεβασμό στην ιδιοκτησία και την υποταγή πριν την ένταξή
της στην παραγωγή αλλά και να κατανέμει τη νεολαία σε καθορισμένους
κοινωνικούς ρόλους, αναπαράγοντας έτσι την ταξική διαστρωμάτωση.
Ο καταμερισμός εργασίας προχωρούσε, διευρύνονταν οι ανάγκες
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αυτό απαιτούσε την ύπαρξη
ειδικευμένης εργασίας δίπλα στην ανειδίκευτη. Έπρεπε, λοιπον, να
δοθεί στη νεολαία ένα σώμα γνώσεων με βάση το οποίο να μπορεί να
καταλαμβάνει θέσεις είτε στην παραγωγή, εκτελώντας καθήκοντα
στελεχών παραγωγής, ελέγχου, διαχείρισης, επίβλεψης, διεύθυνσης
κλπ, είτε στο εποικοδόμημα, δηλ. εκπαιδευτικό, επιστημονικό, νομικό,
διοικητικό, πολιτιστικό, για να συμβάλουν στη λειτουργία του σαν
ιμάντες μεταβίβασης των αστικών γνώσεων και σχέσεων.
5. Επειδή η εκπαίδευση επιτελεί έναν σημαντικό ιδεολογικό και
κατανεμητικό ρόλο με στόχο να προασπίσει το γενικό κεφαλαιοκρατικό
συμφέρον, έχει ως φορέα της το κράτος που καθορίζει τους στόχους
της, τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, το περιεχόμενο των
παρεχόμενων γνώσεων, τα συστήματα επιλογής. Κάτω από την
“ισοτιμία” στο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων, κάτω από
τη βαθμολογία κρύβεται η αναπαραγωγή των ταξικών διαφορών και η
κατανομή στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Παρ' όλο που
εμφανίζεται σαν ουδέτερη, που δεν κάνει άλλο από το να καταγράφει τις
“επιδόσεις” και, άρα, αντικειμενικά να κρίνει ποιος θα προχωρήσει και
ποιος όχι. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί ο διαχωρισμός σε βαθμίδες
(στοιχειώδης, μέση, ανώτερη). Σε πρώτο επίπεδο εκπαιδεύεται όλη η
νεολαία για να μάθει στοιχειώδεις δεξιότητες και σημαντικά στοιχεία της
κυρίαρχης ιδεολογίας. Έτσι, όσοι “δεν παίρνουν τα γράμματα”, όπως
συνηθίζουν να λένε, θα βγουν στην παραγωγή σαν ανειδίκευτοι εργάτες
ή θα έχουν τα ελάχιστα στοιχεία για να ενταχθούν στον καταμερισμό
εργασίας.
Με
τον
ίδιο
τρόπο
λειτουργεί
ο
διαχωρισμός
σε
επαγγελματική και γενική εκπάιδευση, ακολουθώντας τον διαχωρισμό
πνευματική – χειρωνακτική εργασία. Και εδώ το σύστημα καλύπτεται
πίσω από τις “επιδόσεις” για να εμφανίσει σαν αντικειμενική μια
εντελώς ταξική λειτουργία. Είναι σημαντικό ότι και η λεγόμενη
κοινωνική κινητικότητα, δηλαδή η δυνατότητα ενός παιδιού από την
εργατική τάξη να φτάσει στο πανεπιστήμιο, χρησιμοποιείται από το
εκπαιδευτικό σύστημα και το αστικό κράτος σαν απόδειξη της
¨αντικειμενικότητάς” τους. Λες και δεν είναι γεγονός πως η εκπαιδευτική
πυραμίδα εκφράζει με τον εντελώς αντίθετο τρόπο την πληθυσμιακή
κατανομή των τάξεων στην αστική κοινωνία. Τα περισσότερα παιδιά
φτωχών και εργατικών οικογενειών απορρίπτονται ή εξωθούνται σε
παραίτηση και σπρώχνονται έξω από τις ανώτερες εκπαιδευτικές
βαθμίδες και στις μέρες μας δεν μπορούν ν' ανταπεξέλθουν οικονομικά
στις ανάγκες των σπουδών που θα τους έφθαναν, θεωρητικά, σε
ανώτερες βαθμίδες. Έτσι, ο εκπαιδευτικός μηχανισμός αναδεικνύεται
σαν
κυρίαρχος
ιδεολογικός
μηχανισμός
του
κράτους
και
σαν
καθοριστικός παράγοντας που όχι μόνο αναπαράγει τις αρχικές
ανισότητες αλλά τις διευρύνει, με σκοπό την διευρυμένη παραγωγή
6. εργατικής τάξης, των κατώτερων, μέσων και ανώτερων στελεχών στην
παραγωγή και στη διοίκηση.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της εκπαίδευσης σαν στοιχείο του
εποικοδομήματος είναι ότι καθυστερεί σε σχέση με την παραγωγή,
καλείται
συνεχώς
να
προσαρμόζεται
στα
νέα
δεδομένα
που
δημιουργούνται, γιατί η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι “άναρχη”,
ανταγωνιστική, με κριτήριο το κέρδος και δεν έχει κριτήριο την κάλυψη
κοινωνικών αναγκών για όλους. Άρα, δεν είναι δεδομένο κάθε φορά
ποιες ανάγκες πρέπει να καλυφθούν και που και αυτό αντανακλάται και
στην εκπαιδευτική λειτουργία και στα ακολουθούμενα συστήματα.
Η
εκπαίδευση ως ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της
κυρίαρχης
ιδεολογίας
και
των
κυρίαρχων
κοινωνικών
σχέσων
επιβάλλει ώστε στη δομή και τη λειτουργία του σχολείου να
αντικατοπτρίζονται οι στόχοι στου παρόντος συστήματος και να
επιτυγχάνεται έτσι η αναπαραγωγή τους. Οι στόχοι, λοιπόν του
παρόντος εκπαιδευτικού συστήματος διαφέρουν αρκετά από τους
στόχους που καλείται να εκπληρώσει η εκπαίδευση όπως εκφράζεται
στο απόσπασμα. Κάθε παιδί μετέχοντας στην εκπαιδευτική διαδικασία
δεν διαπαιδαγωγείται έτσι ώστε να είναι υπεύθυνο, να είναι αυτόνομο
και ανεξάρτητο, να αναπτύσσει δεξιότητες, ικανότητες και λειτουργίες,
να μπορεί να παίρνει αποφάσεις, να λειτουργεί συλλογικά. Γιατί αυτό
που μαθαίνει είναι η ατομική επίδοση, η εντατικοποιημένη και
ανταγωνιστική λειτουργία, να μην αμφισβητεί και να είναι παθητικός
δέκτης των αποφάσεων και των επιλογών που επιβάλλονται. Κι αυτό
για να μην γίνει παράγοντας αμφισβήτησης και ανατροπής τους. Η
αυτόνομη λήψη αποφάσεων εκ μέρους των μαθητών θα σήμαινε πως οι
μαθητές θα συμμετείχαν στην διαδικασία δημιουργίας σχολικών
κανόνων και θα αυτοδιοικούνταν. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει στα
σχολεία μας.