1. ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
Το δυσχείμερον των Τζουμέρκων, και ιδία των Βόρειοδυτικών χωρίων,
ανέκαθεν ηνάγκαζε τους πλειστούς των κατοίκων να εκπατρίζονται κατά τους
φθινοπωρινούς μήνας, και να κατέρχονται είς τα πεδινά μέρη. Οι των ορεινών
τούτων μερώνοντας επί το πολύ κτηνοτρόφοι και εργάται , δια τους συνήθεις,
βαρείς ενσκήπτοντας χειμώνας ηναγκάζοντω να κατέρχωνται είς Άρταν, τόσον
προς παραχείμασιν των ποιμνίων των, όσον και προς αξεύρεσιν εργασίας,
δεδομένου ότι η εν γένει περιχή αυτής, και δη ή πέραν του Αράχθου πεδιάς,
εύφορος και πλούσια εις παραγωγήν, ικανάς παρείχεν ευκολίας.
Κατ΄εκείνους τους χρόνους, επί Τουρκοκρατίας, οι των ορεινών μετά της
πεδιάδας και της πόλεως Άρτης συγκοινωνία εγίνετο πάντοτε διάβα της μεν,
αλλά στερεάς και υπό πολλάς επόψεις ασφαλούς οδού ακολουθούσης τας παρά
την δεξιάν όχθην του ποταμού κλιτύας των Ξηροβουνίων και συναντήσης τα
χωρία Βροδώ, Ραψίστα, Τσουβίστα, Σκούπα, Πειστιανά και Γραμμενίτσα.
Εκεεί εις το βάθος, κάτω από τους Ραφταίους, παρά τον συνοικισμόν
«Μουχουστί», ένθα και το Μοναστήριον «Γένέθλιον της Θεοτόκου»
συμβάλλουσιν οι κυριώτεροι των βραχιώνων του Αράχθου. Εις την στενωπών
ταύτην, την ιστορικήν και ένδοξον, γνωστήν υπό το όνομα «Πλάκα» όπου κατά
τους απελευθερωτικούς αγώνας 1821, 1854, 1878, λαμπράς ήραν οι Έλληνες
νίκας, κατ΄επανάληψιν συντρίψαντες τους προαιώνιους του γένους εχθρούς,
υπήρχεν παλαιόθεν γέφυρα λίθινη, απαραίτητον τότε, αλλά και μόνον μέσον
διαβάσεως του Αράχθου, παρέχουσα την ευεργεσίαν συγκοινωνίας των
Τζουμέρκιωτών μετά τηε Άρτης.
Εστηριγμένην κατά το δεξιόν σκέλος επί τεραστίου βράχου επί αιώνας αντείχεν
εις τα χειμμαρώδη και ορμητικά ρεύματα. Αλλ΄ή εκτεταμένη λεκάνη Βορείας
πλευράς των Τζουμέρκων κατόπιν καταρρακτωδών φθινοπωρινών βροχών,
ολοκλήρου θαλάσσης ύδατασυγκεντρώσασα, ελαφράν μετατόπισιν του βράχου
κατά το 1860 επέφερε η γέφυρα απεκόπη.
Η επικοινωνία των έντευθεν και πέραν του Αράχθου έπαυσεν, ηή δε μετά της
Άρτης και τηςπεριφερείας αυτής συγκοινωνία διεκόπη. Οι κάτοικοι των
Τζουμέρκων οι συναλλασσόμενοι με την «φτωχομάνα» Άρταν διά την
προμήθειαν τροφίμων, προ παντός δε οι μεταβαίνοντες προς παραχείμασιν και
ιδία οι κτηνοτρόφοι, υπέστησαν συμφοράν, άγουσαν μεγάλας ταλαιπωρίας.
Προκειμένου να διέλθωσι τον ποταμ΄΄ον, μετά βροχήν ή εν ημέραις βροχών,
ηναγκάζοντο να παραμένωσιν είς το ύπαιθρον. Εκεί μαστιζόμενοι υπό της
βροχής και του ψύχους επί ημέρας μαρτυρικώς ανεμένων την πτώσιντης
πλημμύρας.
Πεζή δε και «θαλασσοπνιγμένοι» ματά των υποζυγίον, φορτωμένων τάς
απαραιτήτους αποσκευάς των ή και συνοδεύοντες τα ποιμνία των, χιλιάδων
αιγοπροβάτων, εκινδύνευον την διάβασιν των θολών και πλήρη κροκάλων
παγερώ υδάτων.
Το μαρτύριον δεν ήτο δυνατόν να εξακολουθήση.
2. Τότε έν κοινή συμφωνία των εωδιαφερομένων Τζουμερκιώτικων χωριών,
αποφασίσθη ή ανακατασκευή της γέφυρας. Αλλά προς τοίς άλλοις έδει να
ετρέθη και ο ικανός εμπειροπτέχνης, ο πρωτομάστορας, όστις θεμελιώνων
αυτήνεπί στερεού εδάφουςθα κατασκεύαζε ταύτην, κατ΄ανάγκην επιμηκηστέραν
της παλαιάς, αλλά και μονότοξον, καθ΄ότι αί κατάλληλοι δια την θεμελίωσιν
θέσεις δεν επετρέπον την ανάγαρσιν δίτοξου. Όθεν έκ των προσκληθέντων και
ανεδεχθέντων την ανάληψιν του έργου εμπειροτέχνων , Πραμάντων,
Ραφταναίων, Σκλάπου και Κονίτσης, προετιμίθη ό Κονιτσώτης Μαστρο-
Γιώργης, και τούτο, επειδή είς το ζήτημα του σχεδίου και της αναλογίας των
δοθησομένων διαστάσεωνεπήλθε διαφωνία μεταξύ των πρωτομαστόρων, το δε
δικαίωμα υποδείξεως του προτιμητέου, εδόθη είς τον Κ Κοτορτσίου –
Κατσανοχωρίων ευεργέτην Ιωάννην Λούλην, όστις και εχορήγησεν βοήθημα
9.000 γροσίων.
Ληφθείσης τότε της αποφάσεως, κατά το θέρος του 1863 ή μεγάλη γέφυρα
κατεσκευάσθη. Οι στηρίζιντες αυτή τύποι και τα ικριώματα αφηρέθησαν. Προς
στιγμήν δε οι συγκεντρωθέντες ενδιαφερόμΕνοι χωρικοί την εκαμάρωσαν, «την
εχάρηκαν» κατά το δή λεγόμενον. Άλλ΄ όμως καθ΄ήν ώραν υπό των
εκπροσώπων των χωρίων, παρετίθετο είς τους μαστόρους υπαίθριον γεύμα,
πανηγυρικόν επί τη περατώσει του έργου, εκκωφαντικός κρότος, σείσας τα
πέριξ, επεσφράγισεν την καταστροφήν.
Η νέα γέφυρα είχεν καταρρεύση, είχεν μεταβλήθη είς σωρόν λίθων. Το γεύμα
διελύθη. Η έκπληξης μετετράπη είς απογοήτευσιν. Απελπισία αφάνταστος
κατέλαβε τους πάντας, καταισχύνη δε και ταπείνωσις τους μαστόρους, διά το
«ρεζιλίκι». Έν αμηχανία και προ του αδιεξόδου ευρεθέντες οι Τζουμερκιώται,
και διά οι αμεσώτερον ενδιαφερόμενοι, απεφάσισαν την επί νέων βάθρων
ανάγαρσιν της γέφυρας και σύμφωνον προς το υπό του πρότερον
παραγκωνισθέντος Μαστρο- Κώστα υποδειχθέν σχέδιον..
Ούτος έλθων είς συμφωνίαν και αναλάβων, ήρχισε την οικοδομήν κατά τας
αρχάς Ιουλίου του μεταπροσεχούς μεθεπομένου έτους 1866.
Εξηκολούθησε δε κανονικώς και εντέχνως μέχρι του Σεπτεμβρίου του αυτού
έτους. Εργασία τεχνική, καλή, ζηλευτή. Αλλ΄ ενώ ή γέφυρα έδει να μείνει
στηριζομένη επί των τύπων και των ικριωμάτων επί εβδομάδας, προς
αποξήρανσιν και απόκτησιν συνεκτικότητος του ασβεστολιθίνου υλικού,
κατ΄άτυχη συγκυρίαν το τέρμα του έργου εύρων πρώιμα πρωτοβρόχια. _ια τον
λόγον δε τούτον, ίνα μη το ογκούμενον ρεύμα του ποταμού παρασύρη
τηνγέφυραν, παρέστην ανάγκη, όπως – και με κίνδυνον βλάβης αυτής –
αρθρώσιν ενωρίτερον τα προσωρινά ταύτα στηρίγματα προς αποτροπήν νέας
καταστροφής. Τούτου δ΄ένεκα υπέστη ελαφράν τινα απόικλισιν και μόνον είς
ειδήμονα αισθητήν.
_ια το έργον τούτο ή μέν κοινότης Μελισσουργών, ως κτηνοτροφική και
άμεσως ενδιαφερομένη,οικονομικώς δε και ευρωστοτέρα, εισέφερεν 96.000
γρόσια και η κοινότης Πραμάντων 32.00, ή δε των Αγνάντων την απαιτηθείσαν
ξυλείαν (δοκών και σανίδων) διακομίσασα άμα αυτήν επί τόπου, είς χρήμαν δε
48.000 γρόσια από κοινού μετά των άλλων γειτονικών χωρίων, άτινα εισέφερον
3. και την προσωπικήν αυτών εργασίαν. Προς δε τούτοις ό αυτός ευεργέτης
παρακληθείς εισέφερεν και 2.000 γρόσια ακόμη διά την περάτωσιν.
Αλλά το έν γένει ποσόν δεν επήρκεσεν. Παρέμειναν ατελείοι το πλάτος της
γέφυρας δεν υπήρξεν το προσηκον ή εκατέρωθεν υπέρ τά βάθρα τοιχοποία
ατελής, τα δε στηθαία και οι προφυλακτήρες των χειλέων ελλείποντες καθίστων
αυτήν δυσδιάβατον.
Όμως διά την γέφυραν ταύτην αί κοινότητες οικονομικώς είχον εξαντληθή δεν
την απέλαυσαν – κατά το δη λεγόμενον – «δεν την εχάρηκαν» επί πολύ, καθ’
ότι ματά την 17ετίαν. Απηγορεύθη και ή μετά στρεψιδίκων έτι τελωνειακών
διατυπώσεων τότε προς την πεδιάδα Άρτης διάβασις, λόγω του ότι διά της
απελευθερώσεως και προσαρτήσεως του Νομού Άρτης είς το Ελληνικόν
Κράτος, ο Άραχθος καθωρίσθη ως μεθοριακή γραμμή Ελλάδος – Τουρκίας.
Την εκ του αποκλεισμού τούτου επέλθουσαν οικονομικήν δυσπραγίαν των
ορεινών και το ψυχικόν άλγος αυτών εκφραστικότατα μαρτυρεί το επιχώριον
δημώδες άσμα:
Ανάθεμά σε Πιτροπή και σύ βρε Κουμουνδούρε,
Με το κακό πού κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα,
Το σύνορο πού βάλατε στης Άρτας το ποτάμι.
Κλείστηκε η Άρτα, κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο
Θα στερηθεί και το ψωμί, που να βρη να δουλέψει;
Ό κάμπος έμεινε στην Τουρκιά και τα καλά λιιβάδια.
Το βιο όλο και χάνεται, σ΄άγριδια βισκοτόπια………
ΣΚΟΥΦΑΣ
ΠΕΡΙΟ_ΙΚΗ ΕΠΙΘΕPΡΗΣΙΣ
ΑΡΤΑ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1960
ΤΟΜΟΣ Β΄ ΤΕΥΧΟΣ 160__