10. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΝΑΙΜΙΑΣ
RDW : δείκτης ανισοκυττάρωσης,
του δείκτη δηλώνει διπλό ερυθροκυτταρικό πληθυσμό
ΔΕΚ : αποδοτική ή όχι ερυθροποίηση,
δ.δ. κεντρικού από περιφερικού τύπου αναιμίες
RBC : ελαφρά αυξημένα ΜΟΝΟ στη μεσογειακή αναιμία
17. ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΜΑΚΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
Διαταραχή σύνθεσης του DNA των κυττάρων
Αίτια:
1. Έλλειψη Β12
2. Έλλειψη φολικού οξέος
3. Έλλειψη Β12 και φολικού οξέος
4. Χορήγηση φαρμάκων που παρεμβαίνουν στη σύνθεση του DNA
5. Συγγενής διαταραχές στη σύνθεση του DNA
24. ΔΙΜΟΡΦΟΣ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
ΑΙΤΙΑ:
-ΜΥΕΛΟΔΥΣΠΛΑΣΤΙΚΟ ΝΟΣΗΜΑ
-ΙΔΙΟΠΑΘΗΣ ΜΥΕΛΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
-ΧΡΟΝΙΕΣ ΗΠΑΤΟΠΑΘΕΙΕΣ
-ΕΠΙΚΤΗΤΗ ΣΙΔΗΡΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
-ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΙΔΗΡΟΠΕΝΙΚΗΣ Ή ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΙΜΙΑΣ
-ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΑΝΑΙΜΙΑ
-ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΣΠΛΗΝΕΚΤΟΜΗ
25. ΔΙΜΟΡΦΟΣ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Συνδιασμόςμικροκυττάρωσης, ορθοκυττάρωσης και
μακροκυττάρωσης
π.χ.
στο μυελοδυσπλαστικό: μικρο- και μακρο-κυττάρωση
στη διάρκεια της θεραπείας της σιδηροπενικής: μικρο-
και ορθο-κυττάρωση
Σε κάθε περίπτωση το ↑RDW
#3: Η γενική αίματος είναι η εξέταση που μας δίνει αποτελέσματα για ορισμένες παραμέτρους. Για την ερυθρά σειρά αφορά δείκτες που παρέχουν πληροφορίες για τον αριθμό, το μέγεθος, τον όγκο, την ποσότητα και συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης καθώς και για το βαθμό ομοιομορφίας μεταξύ των ερυθροκυττάρων ενός δείγματος, τους ήδη γνωστούς σε όλους μας : αιμοσφαιρίνη, αιματοκρίτη, μέσος όγκος ερυθρών, μέση συγκέντρωση και ποσότητα αιμοσφαιρίνης και εύρος κατανομής όγκου αρυθρών. Οι δείκτες αυτοί απεικονίζονται και σε γραφικές παραστάσεις.
<number>
#4: Οι φυσιολογικές τιμές των δεικτών προκύπτουν από έλεγχο και στατιστική ανάλυση σε πληθυσμιακές ομάδες που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια (πχ σε ότι αφορά το θέμα μας υγιή άτομα χωρίς σιδηροπενική αναιμία, θαλασσαιμίες ή αιματολογικό νόσημα) και φυσικά αφορούν σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Εξαρτώνται από το φύλο, την ηλικία και τη γεωγραφική πειοχή
<number>
#5: Όμως υπάρχουν πάντα και οι εξαιρέσεις που εμφανίζουν φυσιολογικές παρεκκλίσεις. Περίπου το 95% έχει φυσιολογικές τιμές αλλά ένα ποσοστό 2,5% παρουσιάζει χαμηλότερες και ένα αντίστοιχο ποσοστό υψηλότερες τιμές χωρίς όμως να υπάρχει υποκείμενη αιματολογική νόσος. Άλλη φυσιολογική παρέκκλιση είναι οι καπνιστές που παρουσιάζουν δευτεροπαθή ερυθροκυττάρωση οπότε και αυξημένο αιματοκρίτη και αιμοσφαιρίνη. Φυσιολογικά σε άτομα άνω των 70 ετών, στις έγκυες, μετά απο κατάκλιση περισσότερη της μιας ώρας και οι αφροαμερικανοί σε σχέση με καυκάσιους στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος παρουσιάζουν χαμηλότερη αιμοσφαιρίνη. Αντίθετα άτομα που ζουν σε υψόμετρο εμφνίζουν μεγαλύτερες τιμές Ht, Hb και RBC.Επίσης οι επαγγελματίες αθλητές λόγω ανδρογόνων ή ερυθροποιητίνης παρουσιάζουν σημαντικές παρεκκλισεις από το φυσιολογικό.
<number>
#6: Για να τα θυμηθούμε, Eδώ απεικονίζεται μια φυσιολογική γενική αίματος. Οι δείκτες στα πλαίσια και οι γραφικές παραστάσεις, τα νεφελογράμματα και ιστόγραμμα των ερυθρών..
<number>
#7: Πέραν όμως από τις φυσιολογικές διακυμάνσεις υπάρχουν και οι διαταραχές των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες διακρίνονται σε μορφολογικές και αριθμητικές.Οι αριθμητικές αφορούν στην ελάττωση ή στην αύξηση του αριθμού τους. Η ελάττωση αναφέρεται στην αναιμία ενώ η αύξηση καλείται ερυθροκυττάρωση.Οι μορφολογικές διαταραχές απαιτούν την μελέτη επιχρίσματος περιφερικού αίματος και η ύπαρξη τους παραπέμπει σε παθολογικές καταστάσεις όπως πχ τα δρεπανοκύτταρα στη δρεπανοκυτταρική αναιμία, τα σχιστοκύτταρα σε μικροαγγειοπαθητικά αιμολυτικά σύνδρομα όπως η ΔΕΠ, κ.α
<number>
#8: Ως αναιμία ορίζεται η ελάττωση της αιμοσφαιρίνης, του αιματοκρίτη και συνήθως του αριθμού των ερυθρών, σε σύγκριση με ένα φυσιολογικό πληθυσμό. Για τον ενήλικα άνδρα ως αναιμία θεωρειται η τιμή αιμοσφαιρίνης κάτω από 13,5 gr/dl ενώ αντίσοτιχα για τις ενηλικες γυναίκες η οριακή τιμή είναι τα 12 gr/dl. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι λόγω της διακύμανσης (του εύρους) των φυσιολογικών τιμών ένα άτομο μπορεί να εμφανίζει πραγματική αύξηση ή μείωση των τιμών παραμένοντας εντός φυσιολογικών ορίων. Η παρουσία φυσιολογικών τιμών δεν αποκλείει παθολογική ερυθροποίηση γι’αυτό πάντα εκτιμούμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων ενος ασθενή σε σύγκριση με το ιστορικό του.Επιπλέον πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι η πτώση των τιμών των δεικτών είναι αληθής και όχι σχετική δηλαδή δεν οφείλεται σε αυξομείωση του όγκου του πλάσματος, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε οξεία αιμορραγία ή στο τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Εφόσον έχουμε διαπιστώσει ότι πρόκειται περι αναιμίας το επόμενο βήμα είναι η ανεύρεση της αιτίας που την προκάλεσε. Η αναιμία δεν αποτελεί διάγνωση αλλά εργαστηριακή διαταραχή που απαιτεί διερεύνηση και διάγνωση. Ο προσδιορισμός της αιτίας γίνεται μέσο ταξινόμησης της. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι ταξινόμησης. Ένας είναι αιτιολογικά, και βασίζεται στους μηχανισμούς που είναι υπεύθυνοι για τη μείωση της αιμοσφαιρίνης και μπορεί να προέρχεται από ελαττωμένη παραγωγή ερυθρών, αυξημένη καταστροφή τους ή απώλεια αίματος. Άλλος τρόπος είναι μορφολογικά ή εργαστηριακά και μ’αυτόν θα ασχοληθούμε κυρίως. Επίσης μπορεί να γίνει λειτουργική ταξινόμηση που βασίζεται στη δυνατότητα του μυελού των οστών να ανταποκρίνεται ή όχι στην αναιμία. Και τέλος η πρακτική ταξινόμηση που βασίζεται στην μορφολογική και αιτιολογική.
<number>
#9: Η μορφολογική ή εργαστηριακή ταξινόμηση βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο μέσο όγκο των ερυθρών επιτρέποντας μας να χρησιμοποιούμε τους όρους μικροκυτταρική, ορθοκυτταρική και μακροκυτταρική αναιμία ενώ για πιο πληρέστερη ταξινόμηση χρησιμοποιούνται και οι δείκτες μέτρου υποχρωμίας, μέση ποσότητα αιμοσφαιρίνης σε κάθε ερυθροκύτταρο MCH και μέση συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στα ερυθροκύτταρα ενός δείγματος MCHC, που χαρακτηρίζουν τις αναιμίες ως υπόχρωμες και ορθόχρωμες. O δείκτης MCHC δεν είναι ο πλεον αξιόπιστος διότι στους μεν αναλυτές που λειτουργούν βάση της αρχής μεταβολής αντίστασης σε οπή δίνουν λανθασμένες τιμές λόγω του σφάλματος του παράγοντα σχήματος. Αυτό δεν ισχύει στους αναλυτές με τεχνολογία λέιζερ όπου μετράται άμεσα.
<number>
#10: Το νεφελόγραμμα εάν υπάρχει στις γενικές αίματος είναι μια πρώτη προσέγγιση για το είδος – την κατάταξη της αναιμίας ανάλογα με τον πληθυσμό των κυττάρων και τη θέση τους στο διάγραμμα.
<number>
#11: Συμπληρωματικά στην εκτίμηση της αναιμίας σημαντικό ρόλο παίζουν και το εύρος κατανομής του όγκου των ερυθροκυττάρων, RDW, αύξηση του οποίου δηλώνει διπλό ερυθροκυτταρικό πληθυσμό, δηλ φυσιολογικών και μικρο- ή μακρο-κυττάρων, ουσιαστικά δηλώνει ανισοκυττάρωση και μας κατευθύνει σε κάποιες αναιμίες. Επίσης ο αριθμός των ΔΕΚ, που δίνει πληροφορίες για την ερυθροποίηση, αποδοτική ή μη, διακρίνοντας τις αναιμίες σε κεντρικού και περιφερικού τύπου. Και τέλος, όπως θα δούμε και παρακάτω,στη διαφορική διάγνωση των μικροκυτταρικών υπόχρωμων αναιμιών η ελαφρά αύξηση του αριθμού των ερυθρών συνηγορεί υπέρ της μεσογειακής αναιμίας.
<number>
#12: Έτσι λοιπόν παίρνοντας στα χέρια μας μια γενική αίματος και βλέποντας στοιχεία αναιμίας, χαμηλή αιμοσφαιρίνη, χαμηλό αιματοκρίτη είτε και χαμηλά ερυθροκύτταρα το επόμενο βήμα είναι να δούμε συνδιαστικά και τους υπόλοιπους δείκτες. Οι γραφικές παραστάσεις βοηθούν άμεσα να κατατοπιστούμε για το είδος της αναιμίας. Στη συγκεκριμένη γενική αίματος οι χαμηλές τιμές αιμοσφαιρίνης και αιματοκρίτη συνοδεύονται από μειωμένες τιμές MCV και MCH με αντίστοιχα διαγράμματα. Στο μεν ιστόγραμμα όπου απεικονίζεται η κατανομή της συχνότητας του όγκου των ερυθρών η καμπύλη, δείχνοντας το μικρότερο από το φυσιολογικό μέσο όγκο, είναι μετατοπισμένη προς τα αριστερά.. Στα νεφελόγραμματα φαίνονται ερυθρά με μικρότερο όγκο αλλά και περιεκτικότητα σε αιμοσφαιρίνη. Στο μεν δεξιά νεφελόγραμμα απεικονίζεται η συνδιασμένη ανάλυση των σημάτων σκεδασμού ακτίνας λέιζερ πάνω στα ερυθρά σε δύο γωνίες (μικρή και μεγαλύτερη) που δίνει πληροφορίες τόσο για τον όγκο και τη συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στο εσωτερικό κάθε ερυθρού. Ενώ αριστερά είναι η γνωστή «τρίλιζα» όπου γίνεται διπαραμετρική ανάλυση με τον όγκο στον κάθετο άξονα και τη συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στον οριζόντιο. Είναι το κυτταρόγραμμα των εννέα τετραγώνων. Εδώ φαίνονται ερυθρά μικροκυτταρικά και υποχρωμα, αφού είναι αριστερά και προς τα κάτω. Τ φυσιολογικά ερυθρά όπως έχουμε πει απεικονίζονται στη πειοχή του κεντρικού τετραγώνου. Άρα λοιπόν μιλάμε για μικροκυτταρική υπόχρωμη αναιμία.
<number>
#13: Στο ιστόγραμμα αυτό φαίνεται καλύτερα η διαφορά στο μέσο όγκο των ερυθρών μεταξύ ενός μικροκυτταρικού και ενός ορθοκυτταρικού πληθυσμού.
<number>
#14: Χαρακτηρίζεται από δείκτες MCV < 76 flκαι MCH < 27 pg. Τα συνηθέστερα αίτια της είναι:......
<number>
#15: Το συνηθέστερο πρόβλημα είναι η διαφορική διάγνωση μεταξύ σιδηροπενικής, αναιμίας χρονίας νόσου και στίγματος μεσογειακής. Στην επίλυση του προβλήματος αυτού ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΣ χρησιμοποιούμε τον αριθμό των ερυθρών και το εύρος κατανομής του όγκου των ερυθροκυττάρων.
Η σιδηροπενική δεν μπορεί να διακριθεί από την αναιμία χρονίας νόσου γιατί έχουν τα ίδια ευρήματα στην γενική αίματος. Η διαφορά και των δυο από το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας είναι η τιμή των ερυθρών όπου είναι ελαφρώς αυξημένη στο στίγμα. Το εύρος κατανομής των ερυθρών μπορεί να βρεθεί αυξημένο σε κάθε περίπτωση.
.
<number>
#16: Πρακτικά λοιπόν...
Οι δυο αυτές γενικές αίματος έχουν χαμηλό MCV και οι δυο, οπότε το ιστόγραμμα τους θα είναι σχεδόν ίδιο με μετατόπιση προς τ’αριστερά, καθώς και ελαττωμένο MCH οπότε μιλάμε σαφώς για μικροκυτταρική υπόχρωμη αναιμία. Τ ο RDW είναι αυξημένο και στις δύο όμως ο αριθμός των ερυθρών είναι αυξημένος ΔΕΞΙΑ και ελαττωμένος ΑΡΙΣΤ πράγμα που καθοδηγεί στη σκέψη οτί η ΔΕΞΙΑ ανήκει σε ασθενή με στίγμα μεσογειακής αναιμίας
<number>
#17: Οι μακροκυτταρικές αναιμίες χαρακτηριζονται από αναιμία που συνοδεύεται από αυξημένο MCV >100 fl, όπως φαίνεται και στο ιστόγραμμα στο οποίο η καμπύλη είναι μετατοπισμένη προς τα Δεξιά. Xωρίζονται σε μεγαλοβλαστικές και μη μεγαλοβλαστικές. Απαραίτητη για το διαχωρισμό αυτό είναι η εικόνα του μυελού των οστών.
<number>
#18: Οι μεγαλοβλαστικές αναιμίες, δηλ μακροκυταρικές αναιμίες με μεγαλοβλαστικό μυελό, οφείλονται σε διαταραχή της σύνθεσης του DNA των κυττάρων. Τα αίτια φαίνονται στη διαφάνεια.
<number>
#19: Τα χαρακτηριστικά της είναι ο mcv που ξεπερνά συνήθως τα 120 φεμτόλιτρα. Επιπλέον, μιας και η διαταρχή της σύνθεσης του γενετικού υλικού αφορά όλες τις κυτταρικές σειρές, συχνά υπάρχει λευκοπενία ή και θρομβοπενία και πολύ συχνά παγκυτταροπενία. Ο αριθμός των ΔΕΚ είναι ελαττωμένος.
<number>
#20: Περνώντας στη δεύτερη ομάδα αναιμιών με μακροκυττάρωση, δηλαδή χωρίς μεγαλοβλαστικό μυελό, αυτή διακρίνεται πρακτικά στις μη αποδοτικές μακροκυτταρικές αναιμίες με φυσιολογικά ή ελαττωμένα ΔΕΚ και στις αποδοτικές με αυξημένα ΔΕΚ. Παρά το γεγονός ότι και εδώ το MCV είναι αυξημένο πάνω από 100 σπάνια ξεπερνά τα 115 φεμτόλιτρα. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αναιμίες που οφείλονται σε ηπατοπάθειες, σε νόσους του θυρεοειδή, σε παθολογική ωρίμανση της ερυθράς σειράς που εκδηλώνεται ώς μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο, σε απλαστική αναιμία αλλά και μετά από σπληνεκτομή. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αναιμίες που οφείλονται σε καταστάσεις όπως η οξεία αιμόλυση και η οξεία αιμορραγία. Η μακροκυττάρωση στις περιπτώσεις αυτές οφείλεται στην αντιδραστική υπερπλασία του μυελού και στην πρόωρη έξοδο άωρων μορφών ερυθροκυττάρων, δηλ ΔΕΚ, στην περιφέρεια.
<number>
#21: Το συνηθέστερο διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα είναι ο διαχωρισμός μεγαλοβλαστικής μακροκυτταρικής αναιμίας από την οξεία αιμορραγία ή αιμόλυση. Στη μεν πρώτη περίπτωση την αναιμία συνοδεύουν χαμηλές τιμές ερυθρών ή/και λευκών ή/και αιμοπεταλίων ενώ ο αριθμός των ΔΕΚ είναι ελαττωμένος. Από την άλλη η οξεία αιμορραγία χαρακτηρίζεται από φυσιολογικούς κυτταρικούς πληθυσμούς και αυξημένη τιμή ΔΕΚ.
<number>
#22: Εδώ λοιπόν βλέπουμε μια γενική αίματος με μέσο όγκο ερυθρών 124 φεμτόλιτρα, με επισήμανση της μακροκυττάρωσης, με ιστόγραμμα με καμπύλη μετατοπισμένη προς τα δεξιά και κυτταρόγραμμα όπου φαίνονται μεγάλα ερυθρά καθώς η θέση τους είναι μετατοπισμένη προς τα πάνω. Η τιμή MCV πάνω από 120 φεμτόλιτρα οδηγεί τη σκέψη μας προς τη μεγαλοβλαστική αναιμία. Τα μειωμένα λευκοκύτταρα και ευρθροκύτταρα και τα σχετικά ελαττωμένα αιμοπετάλια συνηγορούν υπέρ αυτης της σκέψης.
<number>
#23: Η ορθοκυτταρική ορθόχρωμη αναιμία είναι μια μεγάλη και ετερογενής ομάδα αναιμιών με φυσιολογικούς ερυθροκυτταρικούς δείκτες και φυσιολογική μορφολογία ερυθρών στο επιχρισμα περιφ.αιματος ως προς το μέγεθος και τη χροιά. Χαρακτηρίζεται από αυξημένη (αποδοτική) ή ελαττωμένη (μη αποδοτική) ερυθροποίηση. Η ελάττωμένη ή αυξημένη παραγωγή ΔΕΚ ταξινομεί τις αιτίες της αναιμίας σε δυο κατηγορίες όπως φαίνετει και στη διαφάνεια.
Σε μια ορθόχρωμη αναιμία δεν μπορούμε να πάρουμε άλλες πληροφορίες από τη γενική αίματος αλλά έχοντας στο μυαλό μας τις πιθανές αιτίες θα βασιστούμε στο ιστορικό και με την βοήθεια επιπλέον διαγνωστικών εξετάσεων θέτουμε τη διάγνωση.
<number>
#24: ΕΡΓΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΕΊΝΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΘΟΥΜΕ ΑΠΌ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΙΘΑΝΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΜΙΑΣ ΏΣΤΕ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΟΥΜΕ Ή ΝΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ και στη συνέχεια ο κλινικός γιατρός συνδυάζοντας τα αποτελέσματα με το ιστορικό και την κλινική εξέταση θα βάλει τη διάγνωση
<number>
#25: Σε μια γενική αίματος επίσης μπορεί να συναντήσουμε την ταυτόχρονη ύπαρξη δυο ερυθροκυτταρικών πληθυσμών. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις όπως το μυελοδυσπλαστικό νόσημα, η ιδιοπαθής μυελοσκλήρυνση, οι χρόνιες ηπατοπάθειες, η επίκτητη σιδηροβλαστική αναιμία, κατά τη διάρκεια θεραπείας σιδηροπενικής ή μεγαλοβλαστικής αναιμίας και κατά τη μετάγγιση αίματος σε ασθενή με αναιμία.
<number>
#26: Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να είναι συνδιασμός μικροκυττάρωσης, ορθοκυττάρωσης και μακροκυττάρωσης, πχ στο μυελοδυσπλαστικό είναι συχνή η εμφάνιση μικρο- και μακροκυττάρωσης ενώ στη διάρκεια της θεραπείας της σιδηροπενικής είναι συχνή η ταυτόχρονη εμφάνιση μικρο- και ορθοκυττάρων. Σε κάθε περίπτωση το RDW είναι αυξημένο.
<number>
#27: Μια τέτοια περίπτωση απεικονίζεται στη γενική αίματος με αυξημένο RDW, με ιστόγραμμα όπου η καμπύλη έχει δύο κορυφές και το νεφελόγραμμα δείχνει δυο πληθυσμούς. Στην περίπτωση αυτή έναν μικροκυτταρικό υπόχρωμο και έναν ορθοκυτταρικό ορθόχρωμο.
<number>
#28: Η δεύτερη αριθμητική διαταραχή που είδαμε είναι μια κατάσταση αντίθετη από την αναιμία και αφορά την αύξηση του αριθμού των ερυθροκυττάρων και ονομάζεται ερυθροκυττάρωση.
Η αύξηση των ερυθροκυττάρων μπορεί να οφείλεται σε φυσιολογική ή παθολογική παραγωγή ερυθροποιητίνης (δευτεροπαθής και σχετική) είτε μπορεί να αποτελεί αυτόνομο νόσημα (Ιδιοπαθής ερυθροκυττάρωση).
<number>
#29: Στις δευτεροπαθείς ερυθροκυτταρώσεις υπάρχει έντονη δράση της ερυθροποιητίνης με αποτέλεσμα έντονη ερυθροποιϊα.
Αντίθετα στις σχετικές ερυθροκυτταρώσεις αυτό που οδηγεί σε αύξηση των ερυθροκυττάρων είναι η απώλεια πλάσματος με συνεπακόλουθο την αύξηση της πυκνότητας των έμμορφων στοιχείων του αίματος.
<number>
#30: Η ιδιοπαθής ερυθροκυττάρωση ανήκει στα μυελουπερπλαστικά νοσήματα. Από τη γενική αίματοςέχουμε απόλυτη ερυθροκυττάρωση (7-9000000/μl) και αύξηση της αιμοσφαιρίνης σε τιμές 18-24 g/dl και του αιματοκρίτη >60% στους άνδρες και >55% στις γυναίκες σε ποσοστό έως και 70% των ασθενών. Χαρακτηριστικό σε μεγάλο ποσοστό ασθενών είναι η θρομβοκυττάρωση (>500000/μl)και η λευκοκυττάρωση.
Υποπτευόμενη από τη γενική αίματο ότι πρόκειτε για ιδιοπαθή προχωρούμε σε επιπλέον εξετάσεις για να τεθέι η διάγνωση. Αν και αυτό δεν απαιτείται όταν η αιμοσφαιρίνη στους άνδρες είναι πάνω από 18.5g/dl και στις γυναίκες πάνω από 16.5g/dl. Υπάρχουν κριτήρια που συνηγορούν υπέρ της ιδιοπαθούς ερυθροκυττάρωσης και προκύπτουν ΚΑΙ από τη γενική αίματος. Η αύξηση της ερυθροκυτταρικής μάζας >25% ΣΕ ΣΥΝΔΙΑΣΜΟ ΜΕ θρομβοκυττάρωση >400000/μl και λευκοκυττάρωση με ουδετεροφιλία >10000/μl θέτουν τη διάγνωση της νόσου.
<number>
#31: Η δευτεροπαθής ερυθροκυττάρωση εμφανίζει ηπιότερη συμπτωματολογία σε σχέση με την ιδιοπαθή ερυθραιμία. Στα εργαστηριακά ευρήματα έχουμε αυξημένη αιμοσφαιρίνη πάνω από 17gr/dl στους άνδρες και πάνω από 16 gr/dl στις γυναίκες. Ο αιματοκρίτης είναι >55% όχι όμως στα επίπεδα της ιδιοπαθούς.Επιπλέον ο αριθμός των λευκών και των αιμοπεταλίων στην δευτεροπαθή ερυθροκυττάρωση είανι φυσιολογικός.
<number>
#32: Έτσι λοιπόν η διαφορική διάγνωση μεταξύ ιδιοπαθούς, δευτεροπαθούς και σχετικής ερυθροκυττάρωσης ΑΠΌ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΜΑΤΟΣ έχει ως εξής: Η αιμοσφαιρίνη και ο αιματοκρίτης είναι και στις τρεις περιπτώσεις αυξημένοι αλλά στην δευτεροπαθή και στη σχετικήη αύξηση δεν φτάνει τα επίπεδα της ιδιοπαθούς όπου η αιμοσφαιρίνη φτάνει και τα 24 gr/dl ενώ ο αιματοκρίτης είναι πάνω απο 60% στους άνδρες και πάνω από 55% στις γυναίκες. Τα λευκοκύτταρα και αιμοπετάλια είναι αυξημένα μόνο στην ιδιοπαθή ερυθροκυττάρωση. Τέλος μεταξύ δευτεροπαθούς και σχετικής ερυθροκυττάρωσης δεν μπορει να γίνει διάκριση από τη γενική αίματος . Οι διαφορές που υπάρχουν διαπιστώνονται με άλλες εξετάσεις στη συνέχεια.
<number>
#33: Κλείνωντας λοιπόν να τονίσουμε ότι η γενική αίματος αποτελεί χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο για τη διάγνωση πολλών παθολογικών καταστάσεων. Πάντοτε θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι η αξιολόγηση της πρέπει να είναι εξατομικευμένη στον κάθε ασθενή και η διάγνωση κάθε νόσου θα πρέπει να μπαίνει σε συνδιασμό με ένα καλό ιστορικό και μια καλή κλινική εξέταση από τον κλινικό ιατρό. Οι διαταραχές της ερυθράς σειράς που μπορούμε να αξιολογήσουμε από το αποτέλεσμα μιας γενικής αίματος είναι κυρίως αριθμητικές και είναι δυο εκ διαμέτρου αντίθετες κατάστασεις, η αναιμία και η ερυθροκυττάρωση. Κάθε ασθενείς σε υποψία διαταραχής της ερυθράς σειράς θα πρέπει να μελετάται και με επιχρισμα περιφ.αιματος καθώς η μελέτη της μορφολογίας των ερυθροκυττάρων είναι αναντικατάστατο εργαλείο. Μόνο έτσι μπορούν να εντοπιστούν και μορφολογικές διαταραχές που θα μας βοηθήσουν να οδηγηθούμε στη δίαγνωση μιας νόσου.
<number>