2. Το κατηγορούμενο είναι συνήθως, όπως και στα νέα
ελληνικά, ένα επίθετο ή ουσιαστικό που μέσω ενός
συνδετικού ρήματος αποδίδει κάποιο χαρακτηριστικό
στο υποκείμενο.
• Y∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙ Ρ ∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙∙ Κ
><
9. Το κατηγορούμενο, αν είναι επίθετο συμφωνεί με το
υποκείμενο στο γένος, τον αριθμό και την πτώση
ὁ μὲν ἄρα νόμιμος δίκαιός ἐστιν
Ο νόμιμος επομένως είναι δίκαιος.
><
10. Αν είναι ουσιαστικό, τότε η συμφωνία του με το
υποκείμενο περιορίζεται αναγκαστικά μόνο στον
αριθμό και την πτώση, και μόνο τυχαία μπορεί να είναι
η συμφωνία τους ως προς το γένος
πᾶς ἐστι νόμος εὕρημα μὲν
καὶ δῶρον θεῶν
κάθε νόμος είναι εύρημα και δώρο
των θεών.
><
11. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, όταν το υποκείμενο
είναι μια αφηρημένη ή γενική έννοια, το
κατηγορούμενο βρίσκεται σε ουδέτερο γένος ενικού
αριθμού, ανεξάρτητα από το γένος του υποκειμένου.
><
12. πάντων δεινότατόν ἐστι διαβολή
η συκοφαντία είναι το πιο φοβερό απ' όλα.
ἡ μὲν φύσις ἐστὶν ἄτακτον
η φύση είναι κάτι το απείθαρχο.
><
13. Στις περιπτώσεις αυτές εννοείται κανονικά ως
κατηγορούμενο κάποιο ουσιαστικό: πρᾶγμα, χρῆμα,
κτῆμα ή η αόριστη αντωνυμία τι (=κάτι το) ><
14. οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ
δάκρυά ἐστιν
τα δάκρυα λοιπόν είναι κάτι το τόσο κοινό στη
χαρά και στη λύπη.
ἐγκράτεια καλόν τε
κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστινη
εγκράτεια είναι καλό και όμορφο απόκτημα για
τον άνδρα.
><
16. Συνήθως, το κατηγορούμενο προσδιορίζει το
υποκείμενο ρημάτων όπως:
(α) Το εἰμί.
(β) Ρήματα με συγγενική σημασία
ὑπάρχω (=είμαι)
ἔφυν, πέφυκα (= είμαι από τη φύση μου τέτοιος)
γίγνομαι
ἀποβαίνω, ἐκβαίνω (καταλήγω να
είμαι,αποδεικνύομαι ότι είμαι)
><
19. Επίσης, κατηγορούμενο μπορεί να προσδιορίζει το
αντικείμενο ρημάτων:
Νομίζω τὸν Σωκράτη σοφόν.
Θεωρώ τον Σωκράτη σοφό
Ὁ δῆμος, εἵλετο τὸν πατέρα στρατηγόν.
Ο δήμος εξέλεξε τον πατέρα μου στρατηγό.
Καλοῦσιν αὐτοὺς νομοθέτας.
Ονομάζουν αυτούς νομοθέτες
><
21. Πολλές φορές στη θέση ενός κατηγορουμένου που
εκφέρεται σε όμοια πτώση με το υποκείμενο
βρίσκουμε τη γενική ενός ουσιαστικού ><
22. λ.χ.
το ομοιόπτωτο κατηγορούμενο
ἡ οἰκία ἐστὶ πατρική
μπορεί να αντικατασταθεί από μια γενική
ἡ οἰκία ἐστὶ τοῦ πατρός
έτσι, η γενική κτητική είναι ταυτόχρονα και
κατηγορούμενο
><
24. (α) τον κάτοχο ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας
(γενική κατηγορηματική κτητική)
Χαλκηδών, ἣ βασιλέως μέν ἐστιν
η Χαλκηδόνα, η οποία ανήκει στον Πέρση
βασιλιά.
><
25. (β) την καταγωγή (γενική κατηγορηματική της
καταγωγής)
τοιούτων μέν ἐστε προγόνων
από τέτοιους προγόνους κατάγεστε
><
26. (γ) το σύνολο, μέρος του οποίου είναι το υποκείμενο
(γενική κατηγορηματική διαιρετική)
ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας
Ένας από τους εκλεγμένους ήταν ο Καλλίας
><
27. (δ) το υλικό από το οποίο έχει κατασκευαστεί κάποιο
αντικείμενο (γενική κατηγορηματική της ύλης)
ἡ κρηπίς ἐστι λίθων μεγάλων
το θεμέλιο είναι από μεγάλες πέτρες
><
28. (ε) μια ιδιότητα του υποκειμένου (γενική
κατηγορηματική της ιδιότητας)μήκος, πλάτος, ύψος,
ηλικία
ὅστις δ' ἐτῶν μέν ἐστιν πλειόνων ἢ
πεντήκοντα
όποιος είναι μεγαλύτερος από πενήντα χρονών
><
29. (στ) την αξία ενός πράγματος (γενική κατηγορηματική
της αξίας)
ἀλλὰ χιλίων ἡ δίκη μόνον
ἦν δραχμῶν
όμως το πρόστιμο ήταν μόνο χιλίων δραχμών
><
31. Εκτός από τα συνδετικά, και άλλα ρήματα,
κυρίως όσα σημαίνουν κίνηση ή σκόπιμη
ενέργεια (λ.χ. παρασκευάζω) μπορούν να
δεχθούν στο υποκείμενό τους κατηγορούμενο
><
32. λ.χ.
1. Ο Χ περπατά χαρούμενα (επρ. τρόπου)
2. Ο Χ είναι χαρούμενος (κατηγορούμενο)
3. Ο Χ περπατά χαρούμενος (επρ.
κατηγορούμενο του τρόπου)
><
33. συνήθως συνήθως είναι επίθετο και δηλώνει
κάποια επιρρηματική σχέση:
Τόπο
Χρόνο
Τρόπο
Σειρά
Σκοπό
κλπ., μπορεί να μεταφράζεται με επίρρημα ή
εμπρόθετο προσδιορισμό.
><
35. (β) Χρόνου
Ὁ ἄγγελος ἀφίκετο τριταῖος
Ο αγγελιοφόρος έφτασε μετά από τρεις ημέρες)
νέoς, γέρων, γηραιός, ἡλίκος, παλαίτατος,
τριταῖος, ὄρθριος, σκοταῖος, ἑσπέριος.
><
37. (δ) Σκοπού
Κερκυραίοις δὲ τοῖσδε ξυμμάχοις
οὖσι βοηθοὶ ἤλθομεν
ήρθαμε για να βοηθήσουμε του Κερκυραίους
αυτούς εδώ που είναι σύμμαχοί μας.
βοηθός, φύλαξ, δικαστής, στρατηγός,
σύμβουλος, εἰρηνοποιός
><
38. (ε) Σειράς
πρῶτος ἔλεξεν αὐτῶν Καλλίας ὁ
δᾳδοῦχος
πρώτος από τους πρέσβεις πήρε τον λόγο ο
Καλλίας ο δαδούχος
πρῶτος, δεύτερος…, ὕστερος, ὕστατος,
τελευταῖος
><
40. Τα ρήματα που σημαίνουν εξέλιξη, όπως
αὔξομαι, αὐξάνομαι,
αἴρομαι (υψώνομαι), τρέφομαι, πνέω, ῥέω κ.τ.ό.
δέχονται κατηγορούμενο το οποίο αποδίδει στο
υποκείμενό τους μιαν ιδιότητα την οποία δεν έχει
ακόμη, αλλά θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της
εξέλιξης που δηλώνει το ρήμα.
><
41. ᾔρετο δὲ τὸ ὕψος τοῦ τείχους μέγα
το ύψος του τείχους ανέβαινε και γινόταν
μεγάλο (μεγάλωνε το τείχος σε ύψος).
τὸ Κύρου ὄνομα μέγιστον ηὔξητο
η φήμη του Κύρου έφτασε στο ύψιστο σημείο της
><