H μουσική μέσα από τη μυθολογίαArgiro NitsaΈνα σύντομο ταξίδι μέσα στο χρόνο...η μουσική ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Αρχαίας Ελλάδας και των αρχαίων μύθων αποκαλύπτει τη θεϊκή της προέλευση και την ισχυρή της παρουσία στη ζωή των ανθρώπων.
Καταγραφή παραδοσιακών μουσικών οργάνων, χορών και τραγουδιών της Θράκης.4o Lykeio Alex/polisΘέμα: Καταγραφή παραδοσιακών μουσικών οργάνων, χορών και τραγουδιών της Θράκης.
Καταγραφή παραδοσιακών μουσικών οργάνων, χορών και τραγουδιών της Θράκης.4o Lykeio Alex/polisΘέμα: Καταγραφή παραδοσιακών μουσικών οργάνων, χορών και τραγουδιών της Θράκης.
“Η μουσική στη ζωή μας”, παρουσίασηKiki LymperoΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α’ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ 2013-14
ΘΕΜΑ: “Η μουσική στη ζωή μας”
ΤΜΗΜΑ Α3
ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ:
ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ
6. ο πιάνο, (παλαιότερη ελληνικό απόδοςη: κλειδοκύμβαλο), εύναι μουςικό όργανο, που
εντϊςςεται ςτην κατηγορύα τωνχορδόφωνων. Παύζεται με πλόκτρα, τα οπούα όταν πατηθούν
από τον πιανύςτα ςηκώνουν ςφυρϊκια που χτυπούν τισ χορδϋσ του, παρϊγοντασ ϋτςι όχουσ.
Η δυνατότητα να δύνει μια διαφορετικό νότα από το κϊθε δϊχτυλο και να κϊνει κϊθε νότα
απαλό ό δυνατό, δύνει ςτο πιϊνο μια εκπληκτικό ποικιλύα ϋκφραςησ. Σο πιϊνο μπορεύ να
αποδώςει μουςικό εύτε ωσ ςόλο όργανο, εύτε μϋςα ςε μια ορχόςτρα. Αν και πολλού πιςτεύουν
πωσ χρηςιμοποιεύται κυρύωσ ςτην κλαςικό μουςικό, το πιϊνο κατϋχει ϋναν ιδιαύτερα
ςημαντικό ρόλο και ςτην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώσ και ςτη λαώκό
μουςικό όπου εύτε κυριαρχεύ εύτε λειτουργεύ ωσ βοηθητικό για ϊλλα όργανα.
Σα καλύτερα καθώσ και αρκετϊ ακριβϊ ςε τιμό εύναι τα πιϊνα με ουρϊ που εύναι μεγϊλα όχι
μόνο ςε μϋγεθοσ αλλϊ και ςε όχο. Σα όρθια πιϊνα εύναι ύςωσ πιο ςυνηθιςμϋνα γιατύ
καταλαμβϊνουν λιγότερο χώρο αλλϊ και επειδό εύναι λιγότερο ακριβϊ.
Σο πιϊνο ονομϊςτηκε ϋτςι διότι μπορούςε να παύζει "πιϊνο" (piano) που ςτην ιταλικό
γλώςςα -και ςύμφωνα με τουσ μουςικούσ όρουσ- ςημαύνει ςιγά. Σα πρώτα πιϊνα, τα
φορτεπιϊνο (fortepiano), όπωσ ονομϊζονταν, (δηλαδό δυνατϊ-ςιγϊ), εφευρϋθηκαν γύρω ςτα
1700. Οι πρόγονού του υπόρξαν το κλαβύχορδο (Clavichord) και το τςϋμπαλο (Cembalo).
Η ϋκταςό του εύναι 7 1/3 οκτϊβεσ με 88 πλόκτρα αν και οριςμϋνα μοντϋλα τησ Bösendorfer
ϋχουν ϋκταςη 8 οκτϊβεσ. Και οι δύο τύποι πιϊνου αποτελούνται από ηχεύο, ςώμα
υποςτόριξησ, πλαύςιο, χορδϋσ, πληκτρολόγιο, πεντϊλ και βαςικό μηχανιςμό. ε ϋνα πιϊνο
υπϊρχουν ςυνόθωσ 52 λευκϊ πλόκτρα (από ελεφαντόδοντο ό ϊςπρο πλαςτικό υλικό) και 36
μαύρα πλόκτρα (εύτε από ϋβενο εύτε από μαύρο πλαςτικό υλικό).
Πιϊνο
7. Σο βιoλί εύναι ϋγχορδο μουςικό όργανο που παύζεται με δοξϊρι. Έχει 4 χορδϋσ
διαφορετικού τονικού ύψουσ (ςολ, ρε, λα, μι), που χορδύζονται κατϊ διαςτόματα
πϋμπτησ και η μουςικό του ϋκταςη περιλαμβϊνει 44 χρωματικούσ φθόγγουσ. Σο
βιολύ ςτηρύζεται ςτον ώμο ενώ με το ϋνα χϋρι ο μουςικόσ απλώσ πιϋζει τισ χορδϋσ
με το να το κρατϊ καθόλου ενώ με το ϊλλο κινεύ το δοξϊρι επϊνω ςτισ χορδϋσ. Σο
βιολύ εμφανύςτηκε τον 16ο αιώνα ωσ εξϋλιξη του μεςαιωνικού Υιντλ
(αγγλ. fiddle), του ιταλικού Λύρα ντα μπράτςο (ιταλ. lira da braccio) και
του Ρεμπϋκ. Ση ςημερινό μορφό του την πόρε κυρύωσ ςτην Ιταλύα, όπου μεγϊλεσ
οικογϋνειεσ καταςκευαςτών όπωσ
οι Αμϊτι, Γκουαρνϋρι και τραντιβϊριουσ, δημιούργηςαν θαυμϊςιασ ακουςτικόσ
όργανα που μϋχρι και ςόμερα θεωρούνται αξεπϋραςτα. Κατϊ την εποχό τησ
αναγϋννηςησ δημιουργόθηκαν ςημαντικϋσ ςχολϋσ βιολιού, που ϊκμαςαν
ςτη Βενετύα, τη Μπολώνια, τη Υλωρεντύα, τη Ρώμη, και ςε ϊλλεσ Ιταλικϋσ πόλεισ.
Σα πρώτα βιολιϊ χρηςιμοποιόθηκαν για την εκτϋλεςη ϋργων λαώκόσ και
χορευτικόσ μουςικόσ. Κατϊ τον 17ο αιώνα το βιολύ αντικατϋςτηςε τη βιόλα ντα
γκϊμπα ωσ το ςημαντικότερο ϋγχορδο ςτη μουςικό δωματύου.
Οι περιςςότεροι μεγϊλοι ςυνθϋτεσ ϋγραψαν μουςικό για ςόλο βιολύ, μεταξύ των
οπούων οι δϊςκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν εμπϊςτιαν Μπαχ, καιΓκϋοργκ Υρόντριχ
Φαύντελ αλλϊ και ςημαντικού ςυνθϋτεσ τησ κλαςικόσ εποχόσ όπωσ οι Βόλφγκανγκ
Βιολύ
8. Η φλογέρα εύναι πνευςτό μουςικό όργανο.
Εύναι κυλινδρικό, μακρόςτενο, ανοικτό και ςτα δύο του ϊκρα, ςτο ϋνα
ϊκρο φϋρει επιςτόμιο που παρϊγει τισ κύριεσ δονόςεισ του όχου, και
κατϊ μόκοσ του κυλύνδρου φϋρει ευθυγραμμιςμϋνεσ τρύπεσ, ςε
ςχετικϋσ αποςτϊςεισ μεταξύ τουσ, τισ οπούεσ κλεύνει και ανούγει με
τα δϊχτυλϊ του ο οργανοπαύκτησ καθώσ παύζει. Εύναι παραδοςιακό
μουςικό όργανο που φτιϊχνεται από καλϊμι ό ξύλο, αλλϊ και πιο
ςύγχρονα υλικϊ πλϋον, όπωσ πλαςτικό. Έχει διϊφορα μεγϋθη και
απαντϊται με μόκοσ από 15 ωσ και 50 περύπου εκατοςτϊ. Η
φλογϋρα, πϋραν του ότι χρηςιμοποιεύται από τον λαό τησ ελληνικόσ
υπαύθρου, εύναι από τα μουςικϊ όργανα που διδϊςκονται τα
παιδιϊμουςικό ςτα δημόςια ςχολεύα.
Υλογϋρα
9. Φλάουτο (λατ. flatus, ιταλ. flauto, ελλην. πλαγύαυλοσ) ονομϊζεται
κϊθε πνευςτό, του οπούου ο όχοσ προκύπτει από την πρόςκρουςη
ρεύματοσ αϋρα ςε μύα λεπτό ακμό. Με την πρόςκρουςη
δημιουργούνται ςτρόβιλοι, οι οπούοι διεγεύρουν ταλαντώςεισ ςτο
ςωλόνα αϋρα του οργϊνου. Οι μεταβολϋσ ςτο ύψοσ του παραγόμενου
όχου δημιουργούνται με κλεύςιμο και ϊνοιγμα των οπών που
βρύςκονται κατϊ μόκοσ του ςωλόνα. Ανϊλογα με το κρϊτημα του
οργϊνου διακρύνουμε το επύμηκεσ (φλογϋρα από το αλβανικό
flojere, φλογϋρεσ) και το λοξό φλϊουτο (flauto
traverso, πλαγύαυλοσ), τα οπούα παρουςιϊζονται με πολλϋσ
Υλϊουτο
10. κιθάρα
Ο όροσ κιθάρα χρηςιμοποιόθηκε ςτην Ελληνικό Αρχαιότητα για να περιγρϊψει
ϋνα ϋγχορδο μουςικό όργανο που ανόκε ςτην οικογϋνεια τησ λύρασ.
όμερα η λϋξη κιθάρα αναφϋρεται ςτο ςύγχρονο μουςικό όργανο "guitar" (ϋνασ
όροσ που προϋρχεται από το Αρχαιοελληνικό όρο κιθϊρα). Σο ϊρθρο αυτό
αναφϋρεται ςε αυτό την ςύγχρονη χρόςη του όρου δηλαδό ςτο όργανο guitar. Η
ςύγχρονη κιθάρα εύναι ϋναϋγχορδο νυκτό μουςικό όργανο που ανόκει ςτην
οικογϋνεια του λαούτου. τη ςύγχρονη εκδοχό τησ, αποτελεύται ςυνόθωσ από
ϋξι χορδϋσ, ωςτόςο ςυναντώνται και παραλλαγϋσ με επτϊ, οκτώ, δϋκα, δώδεκα και
δεκαοκτώ. Ο όροσ κιθάρα περιγρϊφει εν γϋνει αρκετϊ όργανα που εμφανύζουν
παραλλαγϋσ ωσ προσ τη μορφολογύα τουσ ό τον τρόπο εκτϋλεςόσ τουσ. ύμφωνα με
το ςύςτημα ταξινόμηςησ Hornbostel-Sachs, ανόκει ςτα ςύνθετα χορδόφωνα. Από το
δεύτερο μιςό του εικοςτού αιώνα, αποτελεύ ϋνα από τα πλϋον δημοφιλό μουςικϊ
όργανα, καθώσ χρηςιμοποιεύται ςε μια πληθώρα μουςικών ειδών, όπωσ
η τζαζ, μπλουζ, ροκ, heavy metal, ποπ, λαώκό,παραδοςιακό μουςικό καιποπ
ροκ , ενώ ςτη νεότερη ιςτορύα τησ χρηςιμοποιεύται ςε ϋνα αυξανόμενο
ρεπερτόριο κλαςικόσ μουςικόσ.
11. Σο τύμπανο εύναι ϋνασ χαρακτηριςμόσ που διακρύνει οριςμϋνα
κρουςτϊ μουςικϊ όργανα, και ςυγκεκριμϋνα αυτϊ που φϋρουν
ελαςτικό μεμβρϊνη (ό κεφαλή), τεντωμϋνη ςτο ϊνοιγμα ενόσ κούλου
ςώματοσ (το αντηχείο). Όπωσ μαρτυρϊ η κατηγορύα ςτην οπούα
ανόκει, το τύμπανο παρϊγει όχο κυρύωσ μϋςω τησ κρούςησ. Ανϊλογα
με τον τύπο του οργϊνου και την επιλογό τεχνικόσ, παύζεται με
διϊφορουσ τρόπουσ: το αφρικϊνικο ντζέμπε παύζεται με τα χϋρια, τα
ινδικϊ τάμπλα παύζονται με τα δϊχτυλα, ενώ ςτην περύπτωςη του
ταμπούρου, ο τυμπανιςτόσ χρηςιμοποιεύ κρούςτεσ (ό μπακέτεσ).
τύμπανο
12. Σο Μπουζούκι
εύναι λαουτοειδϋσ ϋγχορδο λαώκό μουςικό όργανο, με αχλαδόςχημο αντηχεύο (ςκϊφοσ) από
επιμόκεισ ξύλινεσ λουρύδεσ, τισντούγιεσ, και μακρύ βραχύονα, το μπρϊτςο ό μϊνικο με κλειδιϊ
ςτην ϊκρη για το χόρδιςμα (κούρδιςμα). Κατϊ μόκοσ του βραχύονα υπϊρχουν λεπτϊ
μεταλικϊ ελϊςματα, κϊθετα προσ τον επιμόκη ϊξονα του βραχύονα, που ςφηνώνονται ςε μύα
λεπτό ςχιςμό και λϋγονται τάςτα. Σα διαςτόματα ανϊμεςα ςτα τϊςτα, οριοθετούν την
απόςταςη του ημιτονίου.
Διαθϋτει τρεισ ό τϋςςερισ διπλϋσ, και ςε οριςμϋνεσ περιπτώςεισ μονϋσ, χορδϋσ τισ οπούεσ
χτυπϊ ο μουςικόσ με ϋνα μικρό πλόκτρο την πϋνα. Αρχικϊ το μπουζούκι ϋφερε τρύα ζεύγη
μεταλλικών χορδών κουρδιςμϋνεσ ςε τόνουσ ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπϊρχουν επύςησ αναφορϋσ για
επτϊχορδα ό και οκτϊχορδα τριφωνικϊ μπουζούκια πϊλι ςε χόρδιςμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη
διαφορϊ ότι η μπϊςα ΡΕ και ϊλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδϋσ), ενώ αργότερα
απϋκτηςε τϋταρτο ζεύγοσ και κούρδιςμα ΝΣΟ-ΥΑ-ΛΑ-ΡΕ (πϊλι ανϊ ζεύγοσ). Παλιότερα τα
κουρδύςματα (ντουζϋνια) ϊλλαζαν ανϊλογα με τον μουςικό δρόμο (μακϊμ) τησ εκτελούμενησ
μελωδύασ. Οι τρόποι αυτού διατηρόθηκαν μϋχρι τον μεςοπόλεμο και χϊθηκαν
ςταδιακϊ, οριςτικϊ δε με την επικρϊτηςη του τετρϊχορδου. ύμφωνα με τον αεύμνηςτο Άκη
Πϊνου, μπουζούκι εύναι μόνο το τρύχορδο ενώ το ϊλλο, το τετρϊχορδο, το ονόμαζε ο ύδιοσ
Μπουζούκι
13. Σα τομ-τομ (ονοματοποιητικό, από το Αγγλο-ινδικό tom-tom) εύναι τύμπανα τα οπούα, ςε
αντύθεςη με το ταμπούρο, δεν ϋχουν χορδϋσ και εύναι βαθύτερα ςε διϊςταςη. Μια πρότυπη
διϊταξη ϋχει ςυνόθωσ τρύα τομ-τομ διαφορετικών διαςτϊςεων, ώςτε να παρϊγουν τρεισ
παρόμοιουσ όχουσ με κλιμακωτό τονικό ύψοσ (λ.χ., χαμηλό, μϋςο και υψηλό). Σο κούρδιςμα
των τομ-τομ ςε ςυγκεκριμϋνεσ τονικότητεσ δεν εύναι απαραύτητο, αν και οι τυμπανιςτϋσ
ςυνηθύζουν να τα κουρδύζουν ςε διαςτόματα τρύτων ό τετϊρτων, ώςτε να δημιουργόςουν μια
μελωδικό ςυνοχό.[1] Ανϊλογα με τον τύπο ςτερϋωςησ, ςτηρύζονται επϊνω ςτο μπϊςο
τύμπανο, ςε βϊςεισ κυμβϊλων ό ςτο πϊτωμα με τρύποδεσ, όπωσ το τομ-τομ εδϊφουσ
(εικονιζόμενο). Παύζονται ςυνόθωσ κατϊ τη διϊρκεια ενοτότων ςτισ οπούεσ ο τυμπανιςτόσ
καλεύται να αναδεύξει τισ αυτοςχεδιαςτικϋσ του ικανότητεσ, καθώσ και ςτα
λεγόμενα γεμίςματα (αγγλ., fills ό breaks), ρυθμικϋσ φρϊςεισ που προςδύδουν ϋνταςη και
οδηγούν ςε νϋεσ μουςικϋσ ενότητεσ.
τομ-τομ
14. Σο ακορντεόν εύναι ϋνα αερόφωνο πληκτροφόρο μουςικό
όργανο, ιδιαύτερα διαδεδομϋνο ςτη λαώκό και παραδοςιακό μουςικό
πολλών Ευρωπαώκών και Αμερικανικών χωρών. Εφευρϋθηκε κατϊ
πϊςα πιθανότητα ςτη Γερμανύα το 1822, αν και το δύπλωμα
ευρεςιτεχνύασ ανόκει ςτον Cyrill Demian (1829). Έχει ςχόμα κουτιού
και αποτελεύται από δύο πληκτρολόγια και μια αεροπαραγωγό
φυςούνα που ςυμπιϋζεται και επεκτεύνεται από τον εκτελεςτό. Ο
όχοσ παρϊγεται με τη δόνηςη μεταλλικών ελαςμϊτων ςτο εςωτερικό
του, που πϊλλονται με τη ροό του αϋρα.
ακορντεόν