Μονομαχία Κρητικού-Καραμανίτη (Ερωτόκριτος)Flora Kyprianou(Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α'Λυκείου).
Οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές στη μονομαχία Κρητικού-Καραμανίτη.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗΑγγελα ΜπουρτζακηΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΩΣ ΜΟΤΙΒΟ ΚΑΙ ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΕΧΝΗΣ
ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ14gymnasiokallitheasΣτην εργασία αυτή οι μαθητές της ομάδας παρουσιάζουν τις διάφορες παραλλαγές του Δημοτικού Τραγουδιού.
Τραγούδι του χρόνουΑννα ΠαππαΉταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να υποδεχτούν το νέο χρόνο και όλα όσα επιθυμούσαν να τους φέρει. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν γιατί η γιορτινή εκείνη μέρα, καθώς και η επόμενή της, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απλές, συνηθισμένες μέρες όπου τίποτα δεν άλλαζε.
Ένας από αυτούς ήταν και ο ήρωας της ιστορίας μας. Ένα αγόρι που μεγάλωνε και ωρίμαζε, βλέποντας τις χαρές της παιδικής του ηλικίας να σβήνουν χρόνο με το χρόνο, Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά. Κάποτε το αγόρι πίστευε στα θαύματα, ειδικά σε όσα λένε ότι συμβαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων. Τώρα πια, και ενώ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, δεν είχε να πιστεύει σε τίποτα.
Όμως η ιστορία μας δεν μιλά μόνο για αυτό το αγόρι, αλλά και για την αδελφή του. Το μικρό κορίτσι, όπως όλα τα παιδιά της αθώας ηλικίας, έβλεπε τα Χριστούγεννα μαγικά. Κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να ξαναγυρίσουν για να σκορπίσουν λίγη ομορφιά στη θλιμμένη, γκρίζα πόλη που είχε το όνομα Τσιμεντούπολη.
Τα δυο παιδιά, εκείνο το βράδυ της παραμονής, επρόκειτο να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία, παράξενη και θαυμαστή. Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία κρύβεται σε μυστικά τραγούδια και άγνωστα μονοπάτια, τα δυο παιδιά θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι μακριά από το σπίτι τους. Ένα ταξίδι πέρα από την προσμονή, πέρα από το όνειρο, πέρα απ’ τη φαντασία.
Θα μπορούσα να σας πω πολλά για το πώς ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι, ίσως όμως έτσι να χαλούσα το μυστήριο και θα ήταν κρίμα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι ότι τα δυο παιδιά, το πρωί της παραμονής τριγυρνούσαν στους δρόμους της Τσιμεντούπολης. Όμως το βράδυ, πριν ο χρόνος κινήσει για τον παντοτινό δρόμο του, τα παιδιά είχαν φύγει…
Κι αν αναρωτηθείτε πού πήγαν, το μόνο που ξέρω να πω με σιγουριά είναι ότι πήγαν κάπου…
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗΑγγελα ΜπουρτζακηΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΩΣ ΜΟΤΙΒΟ ΚΑΙ ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΕΧΝΗΣ
ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ14gymnasiokallitheasΣτην εργασία αυτή οι μαθητές της ομάδας παρουσιάζουν τις διάφορες παραλλαγές του Δημοτικού Τραγουδιού.
Τραγούδι του χρόνουΑννα ΠαππαΉταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να υποδεχτούν το νέο χρόνο και όλα όσα επιθυμούσαν να τους φέρει. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν γιατί η γιορτινή εκείνη μέρα, καθώς και η επόμενή της, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απλές, συνηθισμένες μέρες όπου τίποτα δεν άλλαζε.
Ένας από αυτούς ήταν και ο ήρωας της ιστορίας μας. Ένα αγόρι που μεγάλωνε και ωρίμαζε, βλέποντας τις χαρές της παιδικής του ηλικίας να σβήνουν χρόνο με το χρόνο, Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά. Κάποτε το αγόρι πίστευε στα θαύματα, ειδικά σε όσα λένε ότι συμβαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων. Τώρα πια, και ενώ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, δεν είχε να πιστεύει σε τίποτα.
Όμως η ιστορία μας δεν μιλά μόνο για αυτό το αγόρι, αλλά και για την αδελφή του. Το μικρό κορίτσι, όπως όλα τα παιδιά της αθώας ηλικίας, έβλεπε τα Χριστούγεννα μαγικά. Κι όταν οι γιορτές περνούσαν, το κορίτσι περίμενε υπομονετικά να ξαναγυρίσουν για να σκορπίσουν λίγη ομορφιά στη θλιμμένη, γκρίζα πόλη που είχε το όνομα Τσιμεντούπολη.
Τα δυο παιδιά, εκείνο το βράδυ της παραμονής, επρόκειτο να ζήσουν μια μοναδική εμπειρία, παράξενη και θαυμαστή. Σε έναν κόσμο όπου η μαγεία κρύβεται σε μυστικά τραγούδια και άγνωστα μονοπάτια, τα δυο παιδιά θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι μακριά από το σπίτι τους. Ένα ταξίδι πέρα από την προσμονή, πέρα από το όνειρο, πέρα απ’ τη φαντασία.
Θα μπορούσα να σας πω πολλά για το πώς ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι, ίσως όμως έτσι να χαλούσα το μυστήριο και θα ήταν κρίμα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, είναι ότι τα δυο παιδιά, το πρωί της παραμονής τριγυρνούσαν στους δρόμους της Τσιμεντούπολης. Όμως το βράδυ, πριν ο χρόνος κινήσει για τον παντοτινό δρόμο του, τα παιδιά είχαν φύγει…
Κι αν αναρωτηθείτε πού πήγαν, το μόνο που ξέρω να πω με σιγουριά είναι ότι πήγαν κάπου…
Διονύσης Καψάλης~Μερες ΑργίαςΗράκλειτος ΠειρατικόςΟ Διονύσης Καψάλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στις Η.Π.Α. (1970-1974) και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο (1981-1984), όπου επίσης δίδαξε για δύο χρόνια. Από το 1978 έχει δημοσιεύσει ποιητικά βιβλία, δοκίμια, ποιητικές μεταφράσεις, άρθρα, μελέτες και βιβλιοκρισίες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
ΙΛΙΑΔΑ Ι - ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ - ΛΙΤΕΣΕΛΕΝΗ ΜΟΥΤΑΦΗΧρήστης: http://elenimoutafi.blogspot.gr/
Εικαστική αναπαράσταση της Ιλιάδας μέσα από πίνακες ζωγραφικής.
Κάθε εικόνα συνοδεύεται από τους οικείους στίχους του έπους.
Κάτω δεξιά προβάλλεται το "ημερολόγιο" του αφηγηματικού χρόνου της Ιλιάδας.
Μ.Λυκάρτση, ΓΕΛ Ασσήρου, Νεοελληνική Γλώσσα Α΄Λυκείου (αφήγηση)MLykartsi
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"
1. Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
2. Αλεξανδρινοί Bασιλείς
Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.
Ο Aλέξανδρος— τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος— τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα—
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.
3. Γκρίζα
Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θάναι είκοσι χρόνια πρίν ....
......................................................................
Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ιδωθήκαμε.
Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.
4. Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
5. Καισαρίων
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.
Οι άφθονοι έπαινοι κ’ η κολακείες
εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·
κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.
Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,
όλες η Βερενίκες κ’ η Κλεοπάτρες θαυμαστές.
Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω
θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,
κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος
δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως.....
A, να, ήρθες συ με την αόριστη
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».
6. Μακρυά
Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει —
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
7. Ο Δαρείος
Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.
Aδημονεί ο Φερνάζης. Aτυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.
Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Aλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.
8. Μια Νύχτα
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Aπ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Aπό κάτω
ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
9. Η Σατραπεία
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Aυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.